13 Ιαν 2008

Προτάσεις του ΣΥΓΑΠΑ για μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου


Α. Στον ΑΣΤΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ

Βιβλίο ΤΕΤΑΡΤΟ – Οικογενειακό Δίκαιο

Κεφάλαιο ΠΡΩΤΟ: Οικογενειακές σχέσεις1

Άρθρο: … [1436Α]

Οικογενειακές σχέσεις είναι οι σχέσεις μεταξύ συζύγων, μεταξύ γονέων και παιδιών, γεννημένων σε γάμο, αναγνωρισμένων, φυσικών, ή υιοθετημένων (σχέσεις γονέων – παιδιών), μεταξύ ανιόντων και κατιόντων οποιουδήποτε βαθμού, μεταξύ αδελφών, καθώς και οι συμβιωτικές σχέσεις μεταξύ προσώπων, τα οποία επιθυμούν να αποτελούν οικογένεια, εφόσον έχουν διαρκέσει επί εύλογο χρονικό διάστημα και δεν συντρέχει απαγορευμένη από τον νόμο σαρκική συνάφεια. Το εύλογο χρονικό διάστημα του προηγούμενου εδαφίου, εκτιμώμενο κατά τις περιστάσεις, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα έτος. Αν μεταξύ των προσώπων συντρέχει συγγένεια εξ αίματος μέχρι τετάρτου βαθμού εκ πλαγίου, δεν απαιτείται η επίκληση ή απόδειξη ελάχιστης διάρκειας της σχέσης.

Όποιος διαταράσσεται σε οικογενειακή του σχέση από τρίτο, έχει αξίωση κατά του τρίτου για την παύση της διατάραξης. Τα άρθρα 57, 58 και 59 εφαρμόζονται επίσης αναλόγως και στην περίπτωση προσβολής της οικογενειακής σχέσης από τρίτο. Περαιτέρω αξίωση αποζημίωσης μπορεί να ζητηθεί κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.


-----------------------


Στο κεφάλαιο ΤΕΤΑΡΤΟ: σχέσεις των συζύγων από τον γάμο

1386Α. Οι σύζυγοι είναι ίσοι ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την γαμήλια σχέση, τόσο του ενός προς τον άλλον, όσο και απέναντι στα παιδιά τους, ενόσω διαρκεί ο γάμος και η συμβίωση, καθώς και σε περίπτωση λύσης του ή διακοπής της συμβίωσης. Κάθε δημόσιο όργανο και κάθε δικαστήριο οφείλει να αντιμετωπίζει τους συζύγους ως ίσους ως προς τα παραπάνω δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου/ΆΡΘΡΟΥ ισχύουν ανάλογα και στις περιπτώσεις συμβιωτικών οικογενειακών σχέσεων οι οποίες παρουσιάζουν τα βασικά γνωρίσματα της γαμήλιας συμβίωσης και δεν αντιτίθενται στην δημόσια τάξη.


--------------


Στο κεφάλαιο ΕΒΔΟΜΟ: Διαζύγιο

1441. - Συναινετικό διαζύγιο

"Οταν οι σύζυγοι συμφωνούν για το διαζύγιο, μπορούν να το ζητήσουν με κοινή αίτησή τους που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (συναινετικό διαζύγιο).

Για να εκδοθεί συναινετικό διαζύγιο, πρέπει ο γάμος να έχει διαρκέσει τουλάχιστον ένα χρόνο πριν από την κατάθεση της αίτησης και η συμφωνία των συζύγων να δηλωθεί στο δικαστήριο, αυτοπροσώπως ή με ειδικό πληρεξούσιο, σε δύο συνεδριάσεις που να απέχουν μεταξύ τους έξι τουλάχιστον μήνες. Το ειδικό πληρεξούσιο πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την κάθε συνεδρίαση. Εφόσον από την πρώτη συνεδρίαση πέρασαν δύο χρόνια, η δήλωση της συμφωνίας παύει να ισχύει.

Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να εκδοθεί συναινετικό διαζύγιο πρέπει να προσκομίζεται έγγραφη συμφωνία των συζύγων που να ρυθμίζει την τα κύρια ζητήματα της κοινής εν διαστάσεις επιμέλειας των τέκνων, και ιδίως: την κατανομή της διαμονής του μεταξύ των κατοικιών των συζύγων, τις βασικές εκπαιδευτικές επιλογές, όπως σε ποια εκπαιδευτήρια θα φοιτήσει, και την κατανομή της ευθύνης για την παρακολούθηση της υγείας του Αν η κατανομή της κατοικίας του παιδιού μεταξύ των κατοικιών των γονέων του δεν είναι εφικτή, ανάλογα με τις περιστάσεις, πρέπει να ορίζονται τα ζητήματα της επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν θα διαμένει το παιδί. Το συμφωνητικό πρέπει να προσκομιστεί πριν από την πρώτη συζήτηση στον Εισαγγελέα, ο οποίος ανοίγει ειδικό φάκελο, σημειώνοντας ότι τα παιδιά εισέρχονται σε καθεστώς κοινής εν διαστάσει επιμέλειας. Η συμφωνία επικυρώνεται από το δικαστήριο, εφόσον δεν προσκρούει σε διάταξη δημόσιας τάξης, και, ενσωματωμένη στην απόφαση με την οποία εκδίδεται το διαζύγιο, ισχύει ως δικαστική απόφαση, αποτελούσα εκτελεστό τίτλο, μέχρι να εκδοθεί απόφαση για το θέμα σύμφωνα με τα άρθρα 1513 επ.


1442: διατροφή

"Εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλον:

1. αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει απ' αυτό τη διατροφή του

2. αν έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου και γι' αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος

3. αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου

4. σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας".

5. Εφόσον υπάρχουν υπόχρεοι σε διατροφή κατά τις διατάξεις των άρθρων 1485 έως και 1504, ο υπόχρεος σύζυγος μπορεί να ζητήσει να υποχρεωθούν αυτοί να καταβάλουν το ήμισυ της διατροφής που θα αναγνωριστεί ότι οφείλεται στην πρώην σύζυγό του. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται μόνο με ανταγωγή, στην οποία, επί ποινή απαραδέκτου, αναφέρονται τα συνυπόχρεα πρόσωπα, στα οποία και κοινοποιείται τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν από την συζήτηση της υπόθεσης.


1445

Αυτός που ζητάει διατροφή, αλλά και αυτός ο οποίος ενάγεται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1442, για την καταβολή της, είναι υποχρεωμένοι έναντι αλλήλων να δίνουν ακριβείς πληροφορίες για την περιουσία τους και τα εισοδήματά τους, εφόσον είναι χρήσιμες για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής. Με αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου στην σχετική δίκη, που διαβιβάζεται μέσω του αρμόδιου εισαγγελέα, ο εργοδότης, η αρμόδια υπηρεσία και ο αρμόδιος οικονομικός έφορος είναι υποχρεωμένοι να δίνουν κάθε χρήσιμη πληροφορία για την περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου, και προπάντων για τα εισοδήματά του.


-------------------------------------


Στο κεφάλαιο ΟΓΔΟΟ: Συγγένεια

1468Α: Όταν το δικαστήριο κρίνει ζήτημα σχετικό με την επίκληση ή άρνηση της πατρότητας παιδιού, εφόσον κρίνει την σχετική αίτηση παραδεκτή, υποχρεούται να διατάξει την διεξαγωγή ιατρικής πραγματογνωμοσύνης με ιατρικές εξετάσεις σε δημόσιο θεραπευτήριο και με την χρήση των ενδεδειγμένων ιατρικών μεθόδων για την πιστοποίηση της βιολογικής σχέσης γονέων και τέκνων, ιδίως με την εξέταση του γενετικού υλικού (DNA) ή άλλη μέθοδο, ίσης ή ανώτερης αξιοπιστίας.


1475: Εκουσία αναγνώριση

Ο πατέρας και η μητέρα παιδιού που γεννήθηκε χωρίς γάμο μπορούν να δηλώσουν με κοινή τους δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου ότι το παιδί είναι δικό τους. Από της δηλώσεως, το παιδί εξομοιώνεται πλήρως με παιδί γεννημένο με γάμο των γονιών του.


1476: Ο πατέρας παιδιού που γεννήθηκε χωρίς γάμο ή οι γονείς του μπορούν να αναγνωρίσουν την πατρότητα του τέκνου με διαθήκη. Στην περίπτωση αυτή, η μητέρα πρέπει να δηλώσει ότι συμφωνεί με την αναγνώριση, με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου.


1481

Η πατρότητα αποδεικνύεται μόνο με την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, με ιατρικές εξετάσεις σε δημόσιο θεραπευτήριο και με την χρήση των ενδεδειγμένων ιατρικών μεθόδων για την πιστοποίηση της βιολογικής σχέσης γονέων και τέκνων, ιδίως με την εξέταση του γενετικού υλικού DNA ή άλλη μέθοδο, ίσης ή ανώτερης αξιοπιστίας.

Το δικαστήριο, εφόσον αγωγή για την αναγνώριση της πατρότητας είναι παραδεκτή, διατάσσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, τάσσοντας προθεσμία όχι μεγαλύτερη των δύο (2) μηνών για την διεξαγωγή της. Αν ο αιτών την αναγνώριση της πατρότητας δεν προσφέρεται για την διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, ή δεν προσφέρει το ανήλικο για την διεξαγωγή της, εφόσον έχει την επιμέλεια του προσώπου του, τότε η αγωγή απορρίπτεται.

Εάν ο εναγόμενος δεν προσφέρεται ο ίδιος, ή εάν η έχουσα την επιμέλεια του παιδιού εναγόμενη μητέρα δεν προσφέρει το τέκνο για την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, τότε η πατρότητα τεκμαίρεται με κάθε αποδεικτικό μέσο, και ιδίως με την πιθανολόγηση ότι η μητέρα είχε έρθει σε σαρκική συνάφεια με τον αιτούντα την δικαστική αναγνώριση κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης.


1842. Απόφαση που θα εκδοθεί, αναγνωρίζοντας την πατρότητα με βάση το τεκμήριο του παραπάνω άρθρου, μπορεί να προσβληθεί από οποιονδήποτε διάδικο ή από το παιδί με αναψηλάφηση, μόνο με την προσκόμιση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, από την οποία προκύπτει ότι ο αναγνωρισθείς ως πατέρας δεν είναι πραγματικά πατέρας του παιδιού.


----------------------------------


Στο κεφάλαιο ΔΕΚΑΤΟ: Διατροφή από το νόμο

1496. - Χρόνος και τρόπος καταβολής

"Η διατροφή προκαταβάλλεται σε χρήμα κάθε μήνα. Αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στον υπόχρεο την καταβολή με άλλον τρόπο".

Το χρηματικό ποσό της διατροφής που οφείλεται από συμφωνία ή από δικαστική απόφαση αναπροσαρμόζεται, από την 1η Ιανουαρίου του δεύτερου έτους μετά την έκδοσή της, ή από την ημερομηνία που καταρτίστηκε η συμφωνία, και κάθε επόμενο έτος στη συνέχεια, κατά ποσοστό ίσο με τον μέσο όρο του πληθωρισμού, όπως αυτός καθορίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (Ε.Σ.Υ.) για το αμέσως προηγούμενο δωδεκάμηνο.


----------------------------


Στο κεφάλαιο ΕΝΔΕΚΑΤΟ: Σχέσεις γονέων και τέκνων

1506

Το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του παίρνει το επώνυμο και των δύο γονέων του, της μεν μητέρας του από της γέννησής του, του δε πατέρα του, αυτοδικαίως από της δικαστικής ή εκούσιας αναγνώρισης.


Άρθρο 1513

Σε περίπτωση που οι γονείς του παιδιού δεν διαμένουν μαζί, η γονική μέριμνα και ειδικότερα η επιμέλεια του προσώπου του ασκείται από τους δύο από κοινού (κοινή εν διαστάσει επιμέλεια).

Το παιδί κατοικεί στις κατοικίες των γονέων του και η διαμονή του σε κάθε μία από αυτές ρυθμίζεται, με συμφωνία των γονέων ή, όταν τέτοια συμφωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί, από το δικαστήριο, με αίτηση οποιουδήποτε από τους γονείς ή και των δύο, κατά τρόπο ώστε να διατηρείται η ισόρροπη επαφή του με τους δυο γονείς και η δυνατότητα του καθενός να ασκεί τα δικαιώματα και να ανταποκρίνεται στα καθήκοντα και τις ευθύνες της επιμέλειας.

Κατά την άσκηση της κοινής εν διαστάσει επιμέλειας οι γονείς οφείλουν να συνεργάζονται για την κοινή απόφαση στα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την ανατροφή το παιδιού, όπως στο σχολείο και εν γένει την εκπαίδευσή του, την μέριμνα της υγείας του, την ενθάρρυνση των κοινωνικών του δραστηριοτήτων, και κάθε συναφές ζήτημα.


1513Α. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των γονέων για σπουδαία ζητήματα επιμέλειας, αποφασίζει το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο.

Το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται με αίτηση οποιουδήποτε από τους γονείς, του συμπαραστάτη επιμέλειας του παιδιού, του ίδιου του παιδιού, ή του εισαγγελέα, ο οποίος εισάγει την υπόθεση είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατ’ αίτηση οποιουδήποτε τρίτου, εφόσον αυτή, κατά την κρίση του εισαγγελέα, δεν είναι πρόδηλα αβάσιμη. Στην τελευταία περίπτωση, η αίτηση του τρίτου απορρίπτεται με αιτιολογημένη διάταξη του εισαγγελέα. Το παιδί μπορεί να απευθυνθεί στο οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο και αυτοπροσώπως ή μέσω του συμπαραστάτη επιμέλειας, με προφορική δήλωσή του που απευθύνεται στον εισαγγελέα ή στον πρόεδρο του δικαστηρίου, για την οποία συντάσσεται έκθεση. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει συμπαραστάτης επιμέλειας, ή που αυτός που έχει διοριστεί δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στην διαδικασία που έχει ξεκινήσει με αίτηση του παιδιού, μπορεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να διοριστεί ειδικός συμπαραστάτης επιμέλειας. Σε κάθε περίπτωση, ο εισαγγελέας εξετάζει και αυτεπαγγέλτως την βασιμότητα της αίτησης του παιδιού, και υποβάλει πρόταση στο δικαστήριο.

Το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, με απόφασή του, εφόσον διαπιστώσει αδυναμία συμφωνίας μεταξύ των γονέων:

(α) Να κατανείμει τον τόπο κατοικίας του παιδιού μεταξύ των κατοικιών των εν διαστάσει ευρισκομένων γονέων, εφόσον δεν επέρχεται συμφωνία μεταξύ τους. Η κατοικία πρέπει να κατανέμεται κατά το δυνατόν ισομερώς, εφόσον οι γονείς κατοικούν στην ίδια πόλη, και το επιτρέπουν οι συνθήκες. Ανάλογες λύσεις πρέπει να επιδιώκονται και αν οι γονείς διαμένουν σε διαφορετική πόλη.

(β) Να αποφασίσει για τα ζητήματα που αφορούν την εκπαίδευση του παιδιού.

(γ) Να διατάξει κάθε επείγον ζήτημα που αφορά την υγεία του παιδιού.

(δ) Να αποφασίσει για κάθε ζήτημα οικονομικής φύσεως που άπτεται της κοινής επιμέλειας.

(ε) Να αποφασίσει για κάθε επείγον ζήτημα που επιβάλλει το συμφέρον του παιδιού και, ιδίως, να απαγορεύσει την παράδοση του παιδιού στον ένα, ή και στους δύο γονείς, εάν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι για τούτο, διατάσσοντας προσωρινά μέτρα προς τούτο.

(ε) Να ορίσει συμπαραστάτη επιμέλειας. Ο συμπαραστάτης επιμέλειας είναι πρόσωπο το οποίο παρέχει τα εχέγγυα της δίκαιης, αμερόληπτης και προς το συμφέρον του παιδιού παρακολούθησης των ζητημάτων επιμέλειας του παιδιού, παροχής συμβουλών προς τους γονείς, το παιδί και κάθε εμπλεκόμενο τρίτο, και αναφοράς στο οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο στην περίπτωση αδυναμίας εύρεσης λύσεως προς το συμφέρον του παιδιού ή ύπαρξης κινδύνου για το παιδί.

(στ) Να εισαγάγει την υπόθεση στο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο, με πρόταση για την μετάβαση σε καθεστώς μονογονεϊκής επιμέλειας ή την ανάθεση της επιμέλειας σε τρίτο άτομο, σε τρίτη οικογένεια, ή σε δημόσιο ίδρυμα.


1513Β. Σε περίπτωση αποδεδειγμένης αδυναμίας λειτουργίας της κοινής εν διαστάσει επιμέλειας, η οποία οφείλεται σε δυστροπία και έλλειψη συνεργασίας ενός τουλάχιστον από τους γονείς, το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο αναθέτει την επιμέλεια αποκλειστικά στον ένα γονέα (μονογονεϊκή επιμέλεια).

Σε περίπτωση δυστροπίας ή αδυναμίας και των δύο γονέων για την ανταπόκριση στα δικαιώματα, στις υποχρεώσεις και στα βάρη της επιμέλειας, ή σε περίπτωση που και οι δυο γονείς ενεργούν κατά τρόπο επικίνδυνο για την ψυχοσωματική υγεία και ανάπτυξη του παιδιού, η επιμέλεια μπορεί να ανατεθεί και σε άλλον, που μπορεί να είναι τρίτο άτομο, οικογένεια η οποία προσφέρεται προς τούτο ή δημόσιο ίδρυμα.

Τέτοιες περιπτώσεις ανάθεσης της επιμέλειας στον ένα γονέα ή σε άλλον είναι, ιδίως:

  1. Κατ’ εξακολούθηση υπαίτια παραβίαση των αποφάσεων του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου από τον ένα γονέα.

  2. Έλλειψη συνεργασιμότητας ενός γονέα με τον άλλο για τα ζητήματα της κοινής επιμέλειας.

  3. Απόπειρα, ενέργειες ή προσπάθειες του ενός γονέα να αποξενώσει το παιδί από τον άλλον, να του δημιουργήσει αισθήματα μίσους, καταφρόνησης ή αποξένωσης προς τον άλλον, ή να του στερεί την επαφή με τον άλλον.

  4. Αποδεδειγμένη κατ’ εξακολούθηση αδιαφορία για το παιδί και την άσκηση των δικαιωμάτων και καθηκόντων της κοινής εν διαστάσει επιμέλειας.

  5. Μονομερείς επιλογές, ενέργειες ή πράξεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ψυχοσωματική υγεία ή την ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη του παιδιού.

  6. Έκθεση του παιδιού σε επικίνδυνο περιβάλλον, σε πράξεις, ενέργειες ή επιδράσεις βλαβερές ή επικίνδυνες για την ψυχοσωματική υγεία και ανάπτυξή του.

  7. Καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων της επιμέλειας. Κατάχρηση υπάρχει ιδίως όταν ο ένας γονιός πρόδηλα ασκεί τα δικαιώματα της επιμέλειας όχι προς το συμφέρον του παιδιού, αλλά για να αποσπάσει ο ίδιος παράνομο όφελος ή για να εκδικηθεί ή να βλάψει τον άλλον γονέα ή τρίτον. Κατάχρηση μπορεί να γίνει και στις δικονομικές δυνατότητες που απορρέουν από την επιμέλεια, όπως η συστηματική καταχρηστική κατάθεση πρόδηλα αβάσιμων ενδίκων βοηθημάτων (στρεψοδικία), προδήλως ψευδή καταμήνυση του άλλου συζύγου ή η προσφυγή σε ψευδομάρτυρες ή πλαστά, κατασκευασμένα ή εναντίον του.

Αγωγή για την ανάθεση της επιμέλειας στον ένα γονέα (μονογονεϊκή επιμέλεια) μπορεί να κατατεθεί μόνο μετά την παρέλευση δύο ετών κοινής εν διαστάσει επιμέλειας.

Στην περίπτωση που η συνέχιση της κοινής εν διαστάσει επιμέλειας επάγεται άμεσους κινδύνους για το παιδί, το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο, ο εισαγγελέας ή ο πρόεδρος του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου μπορούν, χωρίς περιορισμό χρόνου, κατ’ αίτησιν οποιουδήποτε ή αυτεπαγγέλτως, με αιτιολογημένη διάταξη ή απόφασή τους, να εισαγάγουν την υπόθεση στο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο για την ανάθεση της επιμέλειας στον ένα γονέα ή σε τρίτο άτομο, σε οικογένεια η οποία προσφέρεται προς τούτο ή σε δημόσιο ίδρυμα.


1513Γ. Το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο, εφόσον παραδεκτά και βάσιμα εισάγεται σ’ αυτό αίτηση, πρόταση ή αγωγή για την ανάθεση της επιμέλειας στον ένα γονέα (μονογονεϊκή επιμέλεια) ή την ανάθεση της επιμέλειας σε άλλον, αναθέτει την επιμέλεια στον ένα γονέα ή σε άλλον, με κριτήριο το συμφέρον του παιδιού, λαμβάνοντας υποχρεωτικά υπόψη του τα παρακάτω κριτήρια:

  1. Λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του παιδιού, το οποίο ερωτάται προσηκόντως προς τούτο, ως προς το με ποιον γονέα επιθυμεί να παραμείνει, καθώς και οι δεσμοί που έχει διαμορφώσει το παιδί με το οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον του. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του την γνώμη του παιδιού, ανάλογα με την ωριμότητά του. Παιδί άνω των έξη (6) ετών συμπληρωμένων, θεωρείται ώριμο για να εκφράσει γνώμη για τον ποιο γονέα προτιμά. Η γνώμη παιδιού μικρότερης ηλικίας λαμβάνεται επίσης υπόψη από το δικαστήριο, αλλά δεν είναι νομικά δεσμευτική, σύμφωνα με όσα εκτίθενται παρακάτω. Το δικαστήριο κρίνει ειδικώς εάν, κατά την γνώμη του, η προτίμηση του παιδιού είναι γνήσια ή προϊόν υποβολής ή αποξένωσης προς τον ένα γονέα, την οποία προκάλεσαν ο άλλος γονέας με τον οποίο διέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ή τρίτο πρόσωπο.

  2. Η επιμέλεια ανατίθεται κατά προτίμηση στον γονέα, ο οποίος αποδεδειγμένα έχει συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου, έχει επιδείξει συνεργασιμότητα με τον άλλο γονέα, με τον συμπαραστάτη επιμέλειας και με το διαιτητικό δικαστήριο στα ζητήματα της κοινής εν διαστάσει επιμέλειας,

  3. Η επιμέλεια δεν ανατίθεται στον γονέα ο οποίος αποδεδειγμένα έχει δυστροπήσει στην εφαρμογή των αποφάσεων του διαιτητικού δικαστηρίου, έχει αδιαφορήσει για το παιδί του και τα ζητήματα της επιμέλειας, έχει προσπαθήσει να αποξενώσει το παιδί από τον άλλο γονέα ή να του δημιουργήσει αισθήματα μίσους, καταφρόνησης ή αποξένωσης, έχει παρεμποδίσει τον άλλο γονέα στην άσκηση των δικαιωμάτων της επιμέλειας ή της επικοινωνίας του, έχει επιδείξει εξακολουθητική δυστροπία στα ζητήματα της συνεργασίας με τον άλλο γονέα ή με τον συμπαραστάτη επιμέλειας του παιδιού για τις αναγκαίες κοινές αποφάσεις σχετικά με τα ζητήματα της επιμέλειας, έχει προβεί σε μονομερείς επιλογές που έχουν θέσει σε κίνδυνο την ψυχοσωματική υγεία ή ανάπτυξη του παιδιού, έχει εκθέσει το παιδί σε επικίνδυνα περιβάλλοντα ή πρόσωπα ή ενέργειες, και γενικά έχει ασκήσει καταχρηστικά τα δικαιώματα της επιμέλειας.

  4. Η ηλικία και το φύλο του παιδιού και του γονέα δεν αποτελούν νόμιμα κριτήρια για την προτίμηση του ενός γονέα έναντι του άλλου στην ανάθεση της μονογονεϊκής επιμέλειας.

Εάν το δικαστήριο, με βάση τα λοιπά νόμιμα κριτήρια, κρίνει ότι η επιμέλεια πρέπει να δοθεί αποκλειστικά στον γονέα τον οποίο, κατά γνήσια εκπεφρασμένη κρίση, προτιμά το παιδί, τότε αναθέτει την επιμέλεια σ’ εκείνον. Στην περίπτωση που το δικαστήριο ότι η επιμέλεια πρέπει να ανατεθεί στον άλλο γονέα, και όχι σ’ εκείνο στον οποίο έχει δηλώσει την προτίμησή του το παιδί, τότε διατηρεί το καθεστώς της κοινής εν διαστάσει επιμελείας, πλην εάν αυτή αποδεδειγμένως δεν μπορεί να λειτουργήσει. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο, κατά σειράν, επιλέγει: α) τον γονέα ο οποίος δεν έχει προκαλέσει ψυχοσωματική βλάβη ή δεν έχει εκθέσει σε κίνδυνο τέτοιας βλάβης το παιδί β) τον γονέα ο οποίος, σύμφωνα με τα νόμιμα κριτήρια υπερέχει καταφανώς του άλλου και γ) εάν δεν υφίσταται καμία από τις δυο παραπάνω προϋποθέσεις, τον γονέα που προτιμά το παιδί δ) μόνον εάν και οι δυο γονείς αποκλειστούν απολύτως από την επιμέλεια, με βάση κάποιο νόμιμο κριτήριο, η επιμέλεια ανατίθεται σε κάποιο τρίτο πρόσωπο, οικογένεια ή δημόσιο ίδρυμα.

Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της αποκλειστικής ανάθεσης της επιμέλειας στον ένα γονέα ή σε άλλον πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, και πρέπει σ’ αυτήν να εκτίθεται ειδικώς η γνώμη του παιδιού, καθώς και τα γεγονότα και τα κριτήρια με τα οποία το δικαστήριο κατέληξε σε απόφαση σύμφωνη με αυτήν ή αποκλίνουσα.


1515. Η γονική μέριμνα παιδιού που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του ασκείται από την μητέρα μόνη, εφόσον δεν υπάρχει πατέρας που αναγνώρισε το παιδί ή που η πατρότητά του αναγνωρίστηκε δικαστικά.

Στην περίπτωση εκούσιας αναγνώρισης, ή δικαστικής αναγνώρισης που έγινε με αίτηση ή με συμφωνία του πατέρα, ο πατέρας αποκτά αυτομάτως γονική μέριμνα, την οποία ασκεί από κοινού με την μητέρα. Θεωρείται ότι η δικαστική αναγνώριση έγινε με σύμφωνη γνώμη του πατέρα, εάν ο τελευταίος δήλωσε ότι συναινεί με την αναγνώριση, εφόσον η πατρότητά του αποδειχθεί με πραγματογνωμοσύνη, και προσφέρει τον εαυτό του σε πραγματογνωμοσύνη.

Σε περίπτωση δικαστικής αναγνώρισης που έγινε κατά της θέλησης του πατέρα, αυτός δεν ασκεί γονική μέριμνα. Μπορεί να ασκήσει γονική μέριμνα εάν το ζητήσει ο ίδιος, με αγωγή του, και συναινέσει η μητέρα. Αν δεν συναινέσει η μητέρα, το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει στον πατέρα την γονική μέριμνα, ασκούμενη από κοινού με την μητέρα, ή ειδικά καθήκοντα της μέριμνας ή της επιμέλειας του προσώπου του παιδιού, ειδικώς καθοριζόμενα, εφόσον πιθανολογήσει ότι, τέτοια ανάθεση ή κατανομή της γονικής μέριμνας θα είναι για το συμφέρον του παιδιού.


1520. - Προσωπική επικοινωνία

Η επικοινωνία του γονέα με το παιδί του αποτελεί αναφαίρετο στοιχείο της οικογενειακής του ζωής και απορρέει από την φύση της γονεϊκής σχέσης χωρίς την απόδειξη άλλου τινός, άσχετα από το αν ο γονιός ασκεί την επιμέλεια του προσώπου ή όχι.

Η επικοινωνία του παιδιού με τους απώτερους ανιόντες του αποτελεί οικογενειακό δικαίωμα του παιδιού και των απωτέρων ανιόντων και προστατεύεται από τον νόμο, ως συστατικό στοιχείο της οικογενειακής τους σχέσης.

Η επικοινωνία του γονέα με το παιδί ρυθμίζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, όταν υπάρχει σοβαρός προς τούτο λόγος, κυρίως όταν ο γονιός και το παιδί δεν διαμένουν μαζί και η επικοινωνία παρακωλύεται από αυτόν που έχει την επιμέλεια το παιδιού, από το ίδιο το παιδί ή από τρίτο.

Το δικαστήριο μπορεί να ρυθμίσει την επικοινωνία του γονέα με το παιδί και με αίτηση του γονέα, χωρίς να χρειάζεται επίκληση σπουδαίου λόγου.

Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο απώτερος ανιών.

Η ρύθμιση από το δικαστήριο της επικοινωνίας το γονέα ή του απώτερου ανιόντα με το παιδί του ισχύει ως ελάχιστη επικοινωνία, και δεν εμποδίζει την περαιτέρω επικοινωνία του γονιού με το παιδί του. Ο δικαιούχος της επικοινωνίας γονέας μπορεί να μην κάνει χρήση του δικαιώματός του. Εάν η παράλειψη της χρήσης του δικαιώματός του είναι εξακολουθητική, ο άλλος γονέας ή ο ασκών την επιμέλεια, μπορεί να ζητήσει να ανακληθεί η απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία.

Με την απόφαση που ρυθμίζει την ελάχιστη επικοινωνία, ο δικαστής απαγορεύει στον γονέα ή σε εκείνον που ασκεί την επιμέλεια κάθε διατάραξη της ελάχιστης επικοινωνίας που διατάχθηκε και απειλεί για κάθε διατάραξη ή ματαίωση της επικοινωνίας, χρηματική ποινή υπέρ του δικαιούχου της επικοινωνίας και προσωπική κράτηση, κατά την διάταξη του άρθρου 947 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η παρακώλυση, η οποία γίνεται με την απόκρυψη του παιδιού, την απομάκρυνσή του, ώστε να μην είναι προσιτό στον γονιό που δικαιούται την επικοινωνία ή με άλλο τρόπο, διαπιστώνεται με απόφαση του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου, με αίτηση του δικαιούχου της επικοινωνίας, του παιδιού, του συμπαραστάτη επικοινωνίας ή του εισαγγελέα. Κατά της απόφασης του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου επιτρέπεται προσφυγή στο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο, η οποία αναστέλλει την εκτέλεση. Η απόφαση του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου κατά της οποίας δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα προσφυγή ή κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή και απορρίφθηκε, καθώς και η απόφαση του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί προσφυγής κατά της απόφασης του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου, αποτελούν εκτελεστούς τίτλους.

Εάν ο γονέας ή εκείνος που ασκεί την επιμέλεια έχει βάσιμες ενδείξεις ότι ο γονιός ή ο απώτερος συγγενής που ασκεί την επικοινωνία προτίθεται να απαγάγει το παιδί ή υπάρχει κίνδυνος βλάβης ή έκθεσής του ή χρησιμοποιεί την επικοινωνία του με το παιδί για να αποξενώσει το παιδί από τον γονιό που έχει την επιμέλεια, να παρεμβάλει δυσχέρειες στην άσκηση της επιμέλειας του προσώπου ή να το στρέψει εναντίον του, τότε μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να ρυθμίσει ειδικά την άσκηση της επικοινωνίας από τον δικαιούχο γονέα ή απώτερο συγγενή, και ιδίως να προσδιορίσει τον χρόνο και τον τόπο της επικοινωνίας, καθώς και ότι αυτή θα γίνεται ενώπιον τρίτου προσώπου, το οποίο θα προτείνει ο αιτών γονέας, ή σε ειδικό προς τούτο χώρο δημοσίου ιδρύματος.

Εάν το ίδιο το παιδί αρνείται διαπιστωμένα την επικοινωνία με τον γονιό του, και εφόσον η άρνησή του είναι επίμονη, τότε το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο διατάσσει παιδοψυχιατρική εξέταση.

Εφόσον από την παιδοψυχιατρική εξέταση διαπιστωθεί ότι τα αίτια της άρνησης δεν μπορούν να αποδοθούν με απόλυτη βεβαιότητα στον γονιό ή στον ανιόντα με τον οποίο το παιδί αρνείται την επικοινωνία, και ιδίως εφόσον πιθανολογείται ότι η άρνηση του παιδιού να επικοινωνήσει με τον γονιό του οφείλεται σε επίδραση, άμεση ή έμμεση, του γονιού ή του προσώπου με το οποίο διαμένει, ή εάν τα αίτια της άρνησης δεν μπορούν να πιθανολογηθούν με επαρκή βεβαιότητα, με απόφαση του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου ορίζεται κοινωνικός λειτουργός, ο οποίος παρακολουθεί τον τρόπο της διαβίωσης του παιδιού και συντάσσει έκθεση, την οποία υποβάλλει στον εισαγγελέα, και στην οποία διατυπώνει προτάσεις για την αλλαγή της στάσης του παιδιού. Ο εισαγγελέας εισάγει την δικογραφία που θα σχηματιστεί στο οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο, με πρόταση. Το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει υποχρεωτική ψυχιατρική θεραπεία του παιδιού ή όλης της οικογένειας, αλλαγή του καθεστώτος επιμέλειας, διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη, αλλαγή του τόπου κατοικίας του παιδιού, ρύθμιση της επικοινωνίας κατά τρόπο που να την δέχεται το παιδί, ή οτιδήποτε ενδεικνύεται από τις περιστάσεις.

Εάν η απόλυτη και ακαταμάχητη συνεχιζόμενη άρνηση του παιδιού να επικοινωνήσει με τον γονιό του συνεχίζεται, κατά τρόπο ώστε να προκύπτει ότι δεν υπάρχει κανένας δεσμός μεταξύ τους ή ότι αυτός που τυχόν υπήρχε έχει διαρραγεί, τότε ο τελευταίος δικαιούται να επικαλεστεί το γεγονός αυτό στο δικαστήριο και να ζητήσει να παύσει να καταβάλει κάθε είδους οικονομική συνεισφορά ή διατροφή για το παιδί. Η δικαστικά διαπιστωμένη άρνηση του παιδιού άνω των δεκαπέντε (15) ετών να επικοινωνήσει με τον γονιό του αποτελεί λόγο αποκλήρωσης.


1532: [Τροποποιείται μόνο η τρίτη παράγραφος].

Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου και επίκειται άμεσος κίνδυνος για την σωματική ή την ψυχική υγεία του παιδιού, ο εισαγγελέας, μετά από αίτηση ή αναφορά οποιουδήποτε ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάσσει, μετά από συνοπτική προκαταρκτική εξέταση του ζητήματος, κατά την οποία εξετάζει το αιτούντα, τους γονείς του ανηλίκου, το ανήλικο, τους ασκούντες την επιμέλεια και κάθε άτομο που θα προτείνουν αυτοί, και με αιτιολογημένη διάταξη, κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του. Ο εισαγγελέας είναι υποχρεωμένος να ερευνά και να αποφαίνεται σε κάθε περίπτωση που κατατίθεται αίτηση σ’ αυτόν για την λήψη μέτρων σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες μέρες από την υποβολή της αναφοράς ή της αίτησης. Μέσα σε δεκαπέντε (15) μέρες από την έκδοση της διάταξης, οφείλει να εισάγει την δικογραφία της υπόθεσης, με πρόταση, στο οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο. Η διάταξή του ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου, εφόσον η τελευταία αποφαίνεται για την ουσία της υπόθεσης.



Β. Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας


Βιβλίο ΠΡΩΤΟ: Γενικές Διατάξεις

Κεφάλαιο ΤΡΙΤΟ: καθ’ ύλην αρμοδιότητα

Άρθρο 17: καταργείται η περίπτωση 1) (επαναριθμούνται οι λοιπές)


Άρθρο 17.Α.

Οι διαφορές περί την άσκηση της επιμέλειας, την επικοινωνία και την διατροφή και γενικά για τις οικογενειακές σχέσεις, καθώς και οι διαφορές του άρθρου 681 Β υπάγονται στα οικογενειακά διαιτητικά δικαστήρια.

Οι διαφορές για την ανάθεση της επιμέλειας ανηλίκου σε έναν μόνο γονέα (μονογονεϊκή επιμέλεια) ή σε άλλον, καθώς και οι προσφυγές κατά των αποφάσεων των οικογενειακών διαιτητικών δικαστηρίων δικάζονται από τα τριμελή οικογενειακά δικαστήρια.

Οι αποφάσεις των τριμελών οικογενειακών δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον των τριμελών οικογενειακών εφετείων.

Οι τελευταίες υπόκεινται σε αναίρεση ενώπιον ειδικής οικογενειακής συνθέσεως του Αρείου Πάγου.

Τα οικογενειακά διαιτητικά δικαστήρια, τα τριμελή οικογενειακά δικαστήρια, τα τριμελή οικογενειακά εφετεία και η ειδική οικογενειακή σύνθεση του Αρείου Πάγου συνεδριάζουν πάντοτε παρουσία του εισαγγελέως του αντιστοίχου δικαστηρίου.


------------------------------


Βιβλίο Τέταρτο: ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Κεφάλαιο ΔΕΚΑΤΟ

Διαφορές που αφορούν την επιμέλεια παιδιών και συναφή ζητήματα

681Β. Αντικαθίσταται ως εξής:

1. Με την ειδική διαδικασία του παρόντος άρθρου δικάζονται οι διαφορές που αφορούν:

(α) Την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου ανηλίκου. Περιλαμβάνεται κάθε διαφορά για την άσκηση επιμέλειας ανηλίκου, είτε οι γονείς του ζουν μαζί, είτε ασκούν κοινή εν διαστάσει επιμέλεια, είτε ασκείται μονογονεϊκή επιμέλεια, είτε επιμέλεια από άλλον, εκτός από τις διαφορές που αφορούν στην αλλαγή του φορέα ή του καθεστώτος της επιμέλειας.

(β) Τις οικονομικές διαφορές που εγείρονται σχετικά με ζητήματα επιμέλειας ανηλίκου.

(γ) Την επικοινωνία των γονέων και λοιπών ανιόντων με το ανήλικο.

(δ) Την προστασία από διατάραξη οικογενειακών σχέσεων.

(ε) Τον καθορισμό, τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για τις ανάγκες της οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται λόγω γάμου, διαζυγίου ή συγγένειας, των δαπανών τοκετού και της διατροφής της άγαμης μητέρας, καθώς και της διατροφής της μητέρας από την κληρονομική μερίδα που έχει επαχθεί στο παιδί που αυτή κυοφορεί.

(στ) Την ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων.

(ζ) Την διαχείριση περιουσίας ανηλίκου και λοιπά ζητήματα γονικής μέριμνας.

2. Οι διαφορές του παραπάνω άρθρου δικάζονται από το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο. Το δικαστήριο αυτό συγκροτείται από έναν πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη και τον γραμματέα. Συνεδριάζει πάντοτε παρουσία του εισαγγελέα.

3. Το δικαστήριο επιλαμβάνεται της διαφοράς με αίτηση ή αγωγή οποιουδήποτε έχει δικαίωμα σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο ή με πρόταση του εισαγγελέα. Η αίτηση ή αγωγή κατατίθεται στην γραμματεία του δικαστηρίου και αμέσως ορίζεται δικάσιμος, η οποία δεν μπορεί να απέχει πλέον των τεσσάρων (4) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.

4. Αιτήσεις ή αγωγές που αφορούν διαφωνίες μεταξύ των γονέων ή των εχόντων την επιμέλεια ανηλίκου ή του συμπαραστάτη επιμέλειας στρέφονται υποχρεωτικώς κατά των προσώπων που ασκούν την επιμέλεια του ανηλίκου. Μπορούν να κατατεθούν και από κοινού από τους ασκούντες την επιμέλεια, με αίτημα για την λήψη απόφασης επί της διαφοράς. Ο γονέας που δεν ασκεί την επιμέλεια στρέφεται καθ’ όλων των προσώπων που την ασκούν. Αλλιώς η αίτηση ή η αγωγή είναι απαράδεκτη.

5. Κάθε τρίτος δικαιούται να απευθυνθεί στον εισαγγελέα για ζητήματα της περ. (α) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Ο εισαγγελέας υποχρεούται να εξετάσει την αίτηση και να σχηματίσει δικογραφία, την οποία θα εισαγάγει στο οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο με πρόταση. Σε περίπτωση που η αίτηση είναι αστήρικτη στο νόμο ή πρόδηλα αβάσιμη κατ’ ουσίαν, την απορρίπτει με αιτιολογημένη διάταξη.

6. Αντίγραφο της αίτησης ή αγωγής κοινοποιείται αμέσως, με μέριμνα της γραμματείας, στον εισαγγελέα. Τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη, στα οποία περιλαμβάνονται οπωσδήποτε οι γονείς του ανηλίκου κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, ειδοποιούνται αμέσως με κλήση του δικαστηρίου, με μέριμνα της γραμματείας, να προσέλθουν να λάβουν γνώση της δικογραφίας. Επίδοση της αίτησης με επιμέλεια του αιτούντος ή κάθε ενδιαφερομένου, κατά τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας δεν αποκλείεται. Τα μέρη θεωρούνται νομίμως κλητευθέντα εάν έχουν κλητευθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο ένα (1) μήνα πριν από την δικάσιμο.

7. Ο εισαγγελέας, όταν λάβει την αίτηση, ενεργεί προκαταρκτική εξέταση και σχηματίζει δικογραφία. Η προκαταρκτική εξέταση περιλαμβάνει εξέταση των αιτούντων ή εναγόντων, κάθε προσώπου που θα προτείνουν αυτοί, ανωμοτί εξέταση του ανηλίκου στο οποίο αφορά η αίτηση, καθώς και, εάν προκύψει ανάγκη ή εάν προταθεί τεκμηριωμένα από τους διαδίκους, παιδοψυχιατρική εξέταση του ανηλίκου και γνωμάτευση, ή έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας. Επίσης, ο εισαγγελέας διαλαμβάνει στην δικογραφία συνοπτική αναφορά στις σχετικές υποθέσεις που τηρούνται στο αρχείο της εισαγγελίας, τις σχετικές αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου ή άλλων δικαστηρίων που υπάρχουν στο αρχείο, καθώς και τα κατά την κρίση του σπουδαιότερα έγγραφα.

8. Επτά (7) εργάσιμες ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο, ο εισαγγελέας καταθέτει στην γραμματεία του δικαστηρίου πρόταση με την δικογραφία που σχηματίστηκε. Οι διάδικοι δικαιούνται να λάβουν αντίγραφα της δικογραφίας. Εάν δεν κατατεθεί πρόταση του εισαγγελέα και δικογραφία, η συζήτηση αναβάλλεται. Αναβολή για τον λόγο αυτό μπορεί να δοθεί μόνο μία φορά.

9. Η συζήτηση γίνεται ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου, παρουσία του εισαγγελέα. Η δημοσιότητα μπορεί να αποκλειστεί με αιτιολογημένη διάταξη του δικαστηρίου, εάν τα οικογενειακά ζητήματα που πρόκειται να εκτεθούν είναι ευαίσθητα και δεν κρίνεται σκόπιμη η δημοσιοποίησή τους, και συναινούν οι διάδικοι. Εάν δεν συναινούν οι διάδικοι και υποβληθεί αίτηση για αποκλεισμό της δημοσιότητας, διεξάγεται συζήτηση και το δικαστήριο αποφαίνεται αιτιολογημένα, μετά από πρόταση του εισαγγελέα. Κατά την συζήτηση παρίστανται οι γονείς του ανηλίκου, ο συμπαραστάτης επιμέλειας, εφόσον έχει διοριστεί τέτοιος, ο αιτών ή ο ενάγων και ο καθού η αίτηση ή η αγωγή, καθώς και κάθε πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση του δικαστηρίου, έχει άμεση σχέση με την υπόθεση και έχει κλητευθεί. Πρόσωπο για το οποίο υποβάλλεται ένσταση ότι δεν σχετίζεται άμεσα με την υπόθεση μπορεί να αποβληθεί της διαδικασίας, με αιτιολογημένη διάταξη του δικαστηρίου, που λαμβάνεται μετά από συζήτηση και πρόταση του εισαγγελέα. Οι γονείς του ανηλίκου, ο αιτών και ο καθού η αίτηση ή η αγωγή παρίστανται υποχρεωτικά με δικηγόρο. Εάν δεν υπάρχει, το δικαστήριο διορίζει αυτεπαγγέλτως δικηγόρο, στον οποίο δίδεται προθεσμία τριών (3) ημερών για την μελέτη της δικογραφίας, οπότε η συζήτηση διακόπτεται κατά τρεις (3) ημέρες. Κατά την συζήτηση εξετάζονται υποχρεωτικά οι γονείς του ανηλίκου, ο αιτών ή ο ενάγων και ο καθού η αίτηση ή η αγωγή. Οι παραπάνω και ο εισαγγελέας μπορούν να προτείνουν μάρτυρες. Το δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει τουλάχιστον ένα (1) για κάθε μέρος. Οι προτεινόμενοι μάρτυρες εισέρχονται στην αίθουσα για την εξέτασή τους και αμέσως μετά αποχωρούν.

10. Για την συζήτηση κρατούνται πρακτικά. Σε διαφορές της παρ. 1 περ. (α), πριν την συζήτηση επί της ουσίας της υπόθεσης, το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο καλεί τους γονείς ή τους ασκούντες την επιμέλεια του ανηλίκου να συζητήσουν και να συναινέσουν σε μια κοινά αποδεκτή λύση και, σε αποτυχία της διαδικασίας αυτής, για οποιοδήποτε λόγο, προχωρά στην συζήτηση της υπόθεσης και στην έκδοση απόφασης. Η παραπάνω πρόσκληση δεν είναι αναγκαία εάν η αίτηση ή η αγωγή κατατίθεται από κοινού από τους γονείς ή τους ασκούντες την επιμέλεια του ανηλίκου ή κατά των γονέων ή των ασκούντων την επιμέλεια του ανηλίκου. Η σχετική κλήση του δικαστή και οι θέσεις που θα λάβουν οι διάδικοι, καθώς και η συζήτηση που θα διεξαχθεί σχετικώς και η διαπίστωση της αποτυχίας, γράφονται στα πρακτικά. Οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους δικαιούνται να ζητήσουν να γραφτούν στα πρακτικά αιτήσεις ή δηλώσεις, τις οποίες υπαγορεύουν ή παραδίδουν γραπτώς. Τα πρακτικά συντάσσονται σε πρόχειρο και κατατίθενται στην γραμματεία δύο (2) εργάσιμες μέρες μετά την δικάσιμο. Με το σημείωμα και τις αντικρούσεις τους οι μετέχοντες στην διαδικασία μπορούν να υποβάλουν απόψεις και αιτήματα για την διόρθωση ή συμπλήρωση των πρακτικών. Το δικαστήριο διαμορφώνει και υπογράφει τα πρακτικά λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις των μετεχόντων στην διαδικασία.

11. Τρεις (3) εργάσιμες ημέρες μετά την συζήτηση, οι συμμετέχοντες στην διαδικασία υποβάλλουν σημείωμα με τις απόψεις τους και τον σχολιασμό της αποδεικτικής διαδικασίας, στο οποίο επισυνάπτουν όλα τους τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα, τα οποία πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να αριθμούνται και να προσδιορίζονται επαρκώς στο σημείωμα. Οι εκατέρωθεν αντικρούσεις, συντεταγμένες κατά τον ίδιο τρόπο όπως το σημείωμα, συμπληρώνονται μέχρι την 12η ώρα της πέμπτης (5ης) εργάσιμης μέρας μετά την δικάσιμο.

12. Ο δικαστής του διαιτητικού δικαστηρίου, στις υποθέσεις της παρ. 1 (α), (γ), πριν την έκδοση απόφασης, οφείλει να επικοινωνήσει με το αφορώμενο ανήλικο. Στις υποθέσεις της παρ. 1 (β) και (ζ) επικοινωνεί με το ανήλικο εάν, κατά την κρίση του, αυτό έχει ωριμότητα ώστε να μπορεί να σχηματίσει γνώμη για τα σχετικά ζητήματα. Η επικοινωνία μπορεί να γίνει, κατά την κρίση του δικαστή, την ίδια μέρα της ακρόασης ή σε επόμενη, σε τόπο και χρόνο που θα γραφτεί στα πρακτικά. Το δικαστήριο καλεί, με διάταξη που κοινοποιείται με μέριμνα της γραμματείας, τους γονείς ή τον γονέα ή τον τρίτο με τον οποίο διαμένει το ανήλικο να το παρουσιάσουν για την επικοινωνία. Κατά την επικοινωνία δεν παρίσταται άλλο πρόσωπο, εκτός αν ο δικαστής κρίνει διαφορετικά. Για το περιεχόμενο της συνομιλίας συντάσσεται έκθεση.

13. Ο δικαστής μπορεί να καλέσει τους διαδίκους και τα λοιπά συμμετέχοντα στην υπόθεση πρόσωπα σε ειδική ακρόαση, για την διευκρίνιση κενών ή ειδικών ζητημάτων που θα προκύψουν κατά την εξέταση του φακέλου. Η κλήση για την ακρόαση κοινοποιείται, με μέριμνα της γραμματείας του δικαστηρίου, τουλάχιστον τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν την ακρόαση.

14. Η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου εκδίδεται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την συζήτηση ή την ειδική ακρόαση, και κοινοποιείται αμελλητί, με μέριμνα της γραμματείας στα συμμετέχοντα μέρη και στον εισαγγελέα, αμέσως μετά την έκδοσή της. Επίδοσή της και από τα συμμετέχοντα μέρη, με τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας, δεν αποκλείεται.

15. Η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Την εκτέλεσή της μπορεί να επιμεληθεί οποιοδήποτε από τα συμμετέχοντα μέρη, οπότε εφαρμόζονται οι κανόνες της πολιτικής δικονομίας. Για κάθε πράξη εκτέλεσης της απόφασης ενημερώνεται ο εισαγγελέας από τα δημόσια όργανα που συμμετείχαν σ’ αυτήν. Ο εισαγγελέας, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει τα αρμόδια όργανα για την εκτέλεση της απόφασης.

16. Κατά των αποφάσεων αυτών οποιοσδήποτε από τους γονείς ή τους συμμετέχοντες στην διαδικασία, καθώς και ο εισαγγελέας, αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση οποιουδήποτε, μπορεί να ασκήσει προσφυγή στο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο, σε διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον προσφεύγοντα.

17. Η προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.

18. Το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο, σε ειδική συνεδρίαση, με αίτηση του προσφεύγοντα ή του εισαγγελέα, μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση της απόφασης του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου, μόνο εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή, της οποίας πιθανολογείται η ευδοκίμηση, εφόσον υπάρχουν σπουδαίος λόγος και επείγουσα περίσταση για την μη εκτέλεση της απόφασης, και εφόσον η μη εκτέλεση δεν αντιβαίνει στο συμφέρον του παιδιού. Η αναστολή ισχύει μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προσφυγής.

19. Ο πρόεδρος του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου μπορεί, με αίτηση του προσφεύγοντα ή του εισαγγελέα, να απαγορεύσει με προσωρινή διάταξή του, συνοπτικά αιτιολογημένη, την εκτέλεση της απόφασης του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου μέχρι να συζητηθεί η αίτηση αναστολής του προσφεύγοντα στο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο.

20. Ο εισαγγελέας κρατεί αρχείο υποθέσεων και αποφάσεων του διαιτητικού δικαστηρίου και του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου. Στο αρχείο αυτό φυλάσσονται οι αποφάσεις, οι αιτήσεις, τα πρακτικά και τα υπομνήματα και οι αντικρούσεις των διαδίκων, οι καθώς και τα σπουδαιότερα, κατά την κρίση του εισαγγελέα, έγγραφα μιας υπόθεσης. Κάθε δικογραφία συνοδεύεται από περίληψη, στην οποία καταγράφονται το ανήλικο και η χρονολογία γέννησής του, οι γονείς του ανηλίκου, οι διάδικοι, οι δικηγόροι τους, αυτός που κίνησε ή αυτοί που κίνησαν την διαδικασία, την πρόταση του εισαγγελέα, το διατακτικό της απόφασης του δικαστηρίου και οτιδήποτε άλλο κρίνεται χρήσιμο να περιληφθεί σ’ αυτήν. Η κάθε υπόθεση θεωρείται σχετική με το ανήλικο στο οποίο αφορά, τους γονείς του και τα λοιπά πρόσωπα που ασκούν επιμέλεια του ανηλίκου, και περίληψή της προσκομίζεται σε κάθε δικογραφία στην οποία αφορά τα παραπάνω άτομα.


681Γ.

1. Το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο συγκροτείται από ένα πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες και τον γραμματέα. Συνεδριάζει παρουσία του εισαγγελέα. Για την ενώπιόν του διαδικασία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου.

2. Υποθέσεις που αφορούν στην αλλαγή του καθεστώτος επιμέλειας του ανηλίκου εισάγονται απευθείας στο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο. Στις αποφάσεις που εκδίδονται στις περιπτώσεις αυτές, επιτρέπεται έφεση μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης σ’ αυτόν που ασκεί την έφεση. Σε άσκηση έφεσης δικαιούνται οι γονείς του ανηλίκου, ο συμπαραστάτης επιμέλειας του ανηλίκου, ο εισαγγελέας, αυτός από τον οποίο αφαιρείται η επιμέλεια και αυτός στον οποίο ανατίθεται, αν συμμετείχε στην διαδικασία και δεν έχει συναινέσει στην ανάθεση της επιμέλειας σ’ αυτόν. Αν δεν κλήθηκε και δεν συμμετείχε στην διαδικασία στην οποία εκδόθηκε η απόφαση, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον ασκεί ανακοπή ενώπιον του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου. Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου δικάζονται από το τριμελές οικογενειακό εφετείο. Το τριμελές οικογενειακό εφετείο συγκροτείται από τον πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες και τον γραμματέα, συνεδριάζει, δε, παρουσία του εισαγγελέα εφετών, με την διαδικασία του προηγουμένου άρθρου, εφαρμοζόμενη αναλόγως.

3. Το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο δικάζει, επίσης, προσφυγές κατά των αποφάσεων του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου. Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί προσφυγών κατά αποφάσεων του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο αναίρεση.

4. Αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ έφεση στις περιπτώσεις της παρ. 2 και κατόπιν προσφυγής στις περιπτώσεις της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, ασκούνται σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της προσβαλλομένης απόφασης σ’ αυτόν που την ασκεί. Στις περιπτώσεις της παρ. 2, σε άσκηση αναίρεσης δικαιούνται οι γονείς του ανηλίκου, ο συμπαραστάτης επιμέλειας του ανηλίκου, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, αυτός από τον οποίο αφαιρείται η επιμέλεια και αυτός στον οποίο ανατίθεται, αν συμμετείχε στην διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση και δεν έχει συναινέσει στην ανάθεση της επιμέλειας σ’ αυτόν. Στις άλλες περιπτώσεις, σε άσκηση αναίρεσης δικαιούνται οι διάδικοι της δίκης ενώπιον του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου.

5. Οι αιτήσεις αναιρέσεως κατά το παρόν άρθρο δικάζονται από ειδική τριμελή σύνθεση του Αρείου Πάγου, με την συμμετοχή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος υποβάλλει πρόταση. Η διαδικασία το προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως. Ο Άρειος Πάγος μπορεί να επανεξετάσει την ουσία της υπόθεσης μόνον εάν, μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, έχουν μεσολαβήσει νεότερα περιστατικά τέτοιας σημασίας, ώστε η επανεξέταση της ουσίας να επιβάλλεται από λόγους δημοσίας τάξεως.


------------------


Βιβλίο ΠΕΜΠΤΟ – Ασφαλιστικά μέτρα

Κεφάλαιο ΕΒΔΟΜΟ: Προσωπική ρύθμιση κατάστασης

735Α. Στις περιπτώσεις του άρθρου 681Β περ. 1 (α), όταν υπάρχει περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή κινδύνου για το παιδί και τα συμφέροντά του, το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο ο εισαγγελέας ή το οικογενειακό δικαστήριο μπορούν, με αιτιολογημένη διάταξη ή απόφασή τους, να διατάξουν προσωρινά μέτρα, και ιδίως να ρυθμίσουν με αποφάσεις τους την κατάσταση της επιμέλειας, μέχρι να κριθεί το ζήτημα από το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο.

Ο πρόεδρος του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου, ο εισαγγελέας και ο πρόεδρος του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου μπορούν να ρυθμίσουν τα πλέον επείγοντα ζητήματα με συνοπτικά αιτιολογημένη προσωρινή διάταξή τους, εισάγοντας ταυτόχρονα την υπόθεση προς συζήτηση στο αρμόδιο δικαστήριο για την λήψη προσωρινών μέτρων σε δικάσιμο η οποία δεν μπορεί να απέχει διάστημα μεγαλύτερο του ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της προσωρινής διάταξης.

Η προσωρινή διάταξη οποιουδήποτε από τους τρεις συναρμόδιους, κατά τα παραπάνω, κοινοποιείται υπηρεσιακώς παραχρήμα στους άλλους δύο, οι οποίοι, και αν έχει κατατεθεί αίτηση ενώπιόν τους, οφείλουν να απέχουν τυχόν εκκρεμούς ενώπιόν τους αιτήσεως, μέχρι να επιληφθεί το αρμόδιο δικαστήριο. Στην περίπτωση που έχουν ήδη εκδοθεί δύο οι τρεις διατάξεις, με διαφορετικό μεταξύ τους περιεχόμενο, οι τρεις συναρμόδιοι διασκέπτονται και εκδίδουν νέα διάταξη. Για την έκδοση της νέας διάταξης μπορούν, κατά την κρίση τους, να διατάξουν ακρόαση των ενδιαφερομένων μερών και του ανήλικου στο οποίο αφορά η διάταξη.

Αρμόδιο δικαστήριο για την λήψη προσωρινών μέτρων είναι το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο, εκτός από τις περιπτώσεις που εισάγεται ταυτόχρονα και αίτημα μετάβασης σε καθεστώς μονογονεϊκής επιμέλειας, οπότε αρμόδιο είναι το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο.

Το αρμόδιο δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι η υπόθεση είναι ώριμη προς τούτο, μπορεί, με σύμφωνη πρόταση του εισαγγελέα, αντί για απόφαση προσωρινών μέτρων, να εκδώσει οριστική απόφαση.




1 Είναι σκόπιμο να τεθεί ως πρώτο κεφάλαιο του οικογενειακού δικαίου, η γενική ρύθμιση της προστασίας των οικογενειακών σχέσεων. Ο (ήσσονος σημασίας, σήμερα) θεσμός της μνηστείας μπορεί να ρυθμιστεί αμέσως μετά.

..........................................................................................................................................................................

Δεν υπάρχουν σχόλια: