5 Ιαν 2008

Εισήγηση και Προτάσεις για μια ριζική αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου: η συνεισφορά της εμπειρίας των χωρισμένων πατέρων

Υποδοχή Θεοφάνεια

του Κέντρου Δικανικών Μελετών

Διεύθυνση: Κώστας Ε. Μπέης

ομότιμος καθηγητής της πολιτικής δικονομίας

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΚΥΚΛΟΣ ΔΙΚΑΙΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

διεύθυνση του προγράμματος

Παναγιώτης Δημόπουλος

Επίτιμος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου

Εισήγηση και Προτάσεις

για μια ριζική αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου:

η συνεισφορά της εμπειρίας των χωρισμένων πατέρων

Εισηγητής

Κωστής Δεμερτζής

Δικηγόρος Αθηνών


Συνεδρία της Πέμπτης, 15 Νοεμβρίου 2007, ώρα 8 μ.μ.

Το τεύχος αυτό ετοιμάστηκε τον Νοέμβριο του 2007, για να διανεμηθεί στην παρουσίαση που οργανώθηκε στο Κέντρο Δικανικών Μελετών, όπου προτάθηκε προς συζήτηση η πρόταση αναμόρφωσης του οικογενειακού δικαίου που ακολουθεί.

Τα στοιχεία της εκδήλωσης περιέχονται στην πρόσκληση που διανεμήθηκε, το κείμενο της οποίας παρατίθεται αμέσως παρακάτω:

Υποδοχή Θεοφάνεια

του Κέντρου Δικανικών Μελετών

114 71, Αθήνα, οδός Αγίου Ισιδώρου 35, Λυκαβηττός
τηλέφωνα και τηλεκτυπωτές (fax): 210 3611100, 3634077, e mail =
diki@kostasbeys.gr
ιστοσελίδα στο διεθνές διαδίκτυο (Internet) = www.kostasbeys.gr

ΚΥΚΛΟΣ ΔΙΚΑΙΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

διεύθυνση του προγράμματος

Παναγιώτης Δημόπουλος

Επίτιμος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου

Συνεδρία της Πέμπτης, 15 Νοεμβρίου 2007, ώρα 8 μ.μ.

Εισήγηση και προτάσεις για μια ριζική αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου:
η συνεισφορά της εμπειρίας των χωρισμένων πατέρων

Εισηγητής

Κωστής Δεμερτζής

Δικηγόρος Αθηνών

Προσβλέπουμε στο ενδιαφέρον Σας και πιστεύουμε ότι από την εισήγηση και το διάλογο θα έχετε πλούσια ερεθίσματα για δικές σας σκέψεις και προτάσεις σ’ ένα σοβαρό δικαιικό πρόβλημα της εποχής μας. Οι οργανωτές κι εγώ θα χαρούμε να Σας υποδεχθούμε.

Κώστας Μπέης

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Το σχέδιο μεταρρύθμισης του Οικογενειακού Δικαίου που παρουσιάζεται εδώ, διαμορφώθηκε αρχικά στο πλαίσιο των εργασιών του Συλλόγου για την Αντρική και Πατρική Αξιοπρέπεια (ΣΥ.Γ.Α.Π.Α.)[1].

Αρχικός του προορισμός ήταν να παρουσιαστεί σε επιτροπή της Βουλής, η οποία επρόκειτο να επεξεργαστεί σχέδιο νόμου με αυτό το περιεχόμενο.

Στον Σύλλογο δημιουργήθηκε μια άτυπη επιτροπή, αποτελούμενη από τον συνάδελφο κ. Γιάννη Παπαρρηγόπουλο, την συνάδελφο κ. Ελένη Μητσοπούλου και τον υπογράφοντα.

Οι εργασίες της επιτροπής ξεκίνησαν τον Μάιο του 2007.

Συμφωνήθηκε ότι ο Σύλλογος θα παρουσίαζε δύο κείμενα: μια Εισήγηση και μια λεπτομερή πρόταση τροποποίησης νομικών διατάξεων, με βασικό σκοπό να δηλώσει παρών σε κάθε σχετική συζήτηση, ως κοινωνικός φορέας, ο οποίος αντιπροσωπεύει και μια κοινωνική κατηγορία, και μια κοινωνική δυναμική, και μια ενεργό γνώμη, με επιστημονική και πολιτική εγκυρότητα.

Στο πλαίσιο των εργασιών της επιτροπής, και με βάση τις ιδέες που ανταλλάχτηκαν, διαμορφώθηκε η παρούσα Εισήγηση και το συναφές κείμενο τροποποίησης του Α.Κ. και του ΚΠολΔ, συγκεντρώνοντας, συμβιβάζοντας και αναχωνεύοντας σε αλληλοδιάδοχα κείμενα προτάσεων τις ιδέες και των τριών μελών.

Οι εργασίες δεν κατέληξαν σε ενιαίο κείμενο εισήγησης της επιτροπής ή του Συλλόγου.

Η παρούσα Εισήγηση και η παρούσα Πρόταση Μεταρρύθμισης, που είχε συνταχθεί με δική μου ευθύνη, παρουσιάζεται, με την θερμή συμπαράσταση του Κέντρου Δικανικών Μελετών, του φιλόξενου – για ανθρώπους και ιδέες – χώρου που δημιούργησε και προσφέρει στην νομική και γενικότερα πνευματική αναζήτηση ο Καθηγητής κ. Κώστας Μπέης.

Σκοπός της παρουσίασης είναι, κατά κύριο λόγο: να τεθεί – και να εκτεθεί – η πρόταση αυτή σε δημόσια συζήτηση και κριτική, να διατυπωθούν παρατηρήσεις, να προσφερθεί στον προβληματισμό ανθρώπων που σχετίζονται με τον χώρο του οικογενειακού δικαίου, με έναν οποιονδήποτε τρόπο.

Στο παραπάνω πλαίσιο – εφόσον η Νομική Επιστήμη είναι κατ’ εξοχήν Πρακτικός Λόγος: να προωθηθεί, αναβαπτισμένη στον δημόσιο διάλογο, ως συμβολή στις γενικότερες ζυμώσεις που τείνουν στην αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου.

Στο παραπάνω πλαίσιο, τα δύο κείμενα που είχαν ετοιμαστεί αναδιαμορφώθηκαν για την παρούσα παρουσίαση, με στόχο την επικέντρωση στις βασικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις – και την αντίστοιχη απαλοιφή επί μέρους ζητημάτων, οι οποίες, κατά την γνώμη του υπογράφοντος, ήταν δευτερεύουσας σημασίας και διασπούσαν την ενότητα της εικόνας.

Για την διευκόλυνση της συζήτησης, το κείμενο της Εισήγησης και της Πρότασης τυπώθηκαν στο παρόν τεύχος, ώστε να δοθεί και στον εισηγητή η δυνατότητα να είναι πιο σύντομος, αφήνοντας χώρο για την συζήτηση, αλλά και στον οπωσδήποτε συμμέτοχο της συζήτησης – τον παρόντα, ή και τον απόντα – να μπορέσει να ενημερωθεί, να διαμορφώσει την γνώμη του, και, εάν επιθυμεί, να καταθέσει την συνεισφορά του, να υποβάλει παρατηρήσεις ή κριτική, έγγραφα ή προφορικά, είτε στο Κέντρο Δικανικών Μελετών, είτε στον εισηγητή, είτε όπου και όπως αυτός επιλέξει[2].

2. Εισήγηση

Α. Προβλήματα του συστήματος μονογονεϊκής επιμέλειας παιδιών που οι γονείς τους δεν μένουν μαζί

(1) Το σύστημα του «όλα ή τίποτα»

Το σύστημα ρύθμισης της σχέσης τον γονιών με τα παιδιά τους, με βάση τις παρούσες ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα, έχει ως βάση την απόδοση της επιμέλειας του προσώπου του παιδιού, σε περίπτωση διάλυσης της οικογένειας, στον έναν από τους δυο γονιούς, και κατά κανόνα (όπως εφαρμόζεται από τα δικαστήρια) στην μητέρα (μονογονεϊκή επιμέλεια).

Απέναντι στην σχέση καθολικής εξουσίας και ευθύνης πάνω στο παιδί, που αποκτά η ένας γονιός, δυνάμει του θεσμού της «επιμέλειας του προσώπου», ο άλλος έχει ένα «χλωμό» δικαίωμα επικοινωνίας και αίτησης πληροφοριών, και την υποχρέωση πληρωμής ενός ποσού, για να μεγαλώνει το παιδί του άλλος («διατροφή»).

Πρόκειται για ένα σύστημα του τύπου «όλα ή τίποτα», του οποίου τα προβλήματα επιτείνονται ενόψει του αυξανόμενου αριθμού παιδιών που οι γονείς τους δεν μένουν μαζί, είτε, κατά κύριο λόγο, εξαιτίας της φανερής κρίσης του θεσμού του γάμου, είτε και εξαιτίας άλλων παραγόντων (παιδί από ελεύθερη ένωση, παιδί από τεχνητή γονιμοποίηση κ.τ.λ.).

(2) Η απόκλιση του συστήματος μονογονεϊκής επιμέλειας από τις επιταγές της ισότητας

Το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας, στην σημερινή δικαστική πραγματικότητα, εκτιμάται σε συνάρτηση με το «εμπειρικό» γεγονός ότι, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (σε ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 99%) η επιμέλεια του ανηλίκου παιδιού χωρισμένων γονιών αποδίδεται, από τα δικαστήρια, στην μητέρα.

Το παραπάνω «εμπειρικό» γεγονός, θα εκτιμηθεί σε σχέση με την βασική αρχή της ισότητας των Ελλήνων έναντι του νόμου, και ειδικότερα το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος:

«Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις».

Είναι φανερό, όμως, ότι, στην περίπτωση του χωρισμένου ζευγαριού, Έλληνες και Ελληνίδες δεν έχουν, πρακτικά, τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι στα παιδιά τους, αφού το παιδί περιέρχεται, περίπου κατά πλήρη εξουσία, στην μητέρα.

Η εμπειρική αυτή πραγματικότητα, δεν προκύπτει από τις ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα.

Στον Αστικό Κώδικα, η διατύπωση του νόμου είναι τέτοια, ώστε ο τρίτος αναγνώστης να μπορεί να εκλάβει ότι ο πατέρας και η μητέρα διεκδικούν το παιδί επί ίσοις όροις.

Όμως, αυτή η καταρχήν νομική «ισότητα», δεν φτάνει στον χωρισμένο γονιό: πατέρα ή μητέρα.

Αυτοί, τόσο όσο διαρκεί η συμβίωσή τους, όσο και όταν έχει διακοπεί, γνωρίζουν ότι, πρακτικά, το παιδί θα περιέλθει στην μητέρα.

(3) Αναζήτηση του νομικού μηχανισμού της απόκλισης της πράξης από τις επιταγές της ισότητας: ένας λανθάνων μείζων συλλογισμός

Μια a posteriori διαπίστωση, η οποία αποκλίνει από τις γνωστές μας a priori προτάσεις (αν θεωρηθούν τέτοιες οι νομικές, και ιδίως οι συνταγματικές ρυθμίσεις) σε ένα τόσο υψηλό ποσοστό (99% έναντι «θεωρητικού» 50%), δεν είναι γνήσια εμπειρική.

Ειδικότερα, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί επί τη βάσει ότι το 99% των μητέρων είναι πρακτικά καταλληλότερες να μεγαλώσουν τους βλαστούς τους από το 99% των πατέρων. Αυτά, όσον αφορά τους δικαζόμενους.

Επίσης, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με την υπόθεση της «προκατάληψης» του δικαστή, ενόψει και του ότι οι δικαστές και οι εισαγγελείς είναι, σήμερα, σε όλο και μεγαλύτερο ποσοστό, κυρίες (οι Εισαγγελείς ανηλίκων σχεδόν αποκλειστικά κυρίες).

Η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στην προοδευτική ανάπτυξη μιας λανθάνουσας a priori πρότασης, η οποία ΠΑΡΑΓΕΙ μια τέτοια πρακτική.

Πρόκειται για μια λανθάνουσα «μείζων πρόταση», η οποία έχει διεισδύσει στις σχετικές δικαστικές κρίσεις, μέσω της γενικότατης έννοιας του «συμφέροντος του τέκνου».

Αυτή είναι: «το συμφέρον του τέκνου είναι να μείνει με την μητέρα του». Ειδικότερα μορφή είναι: «το συμφέρον του μικρής ηλικίας τέκνου είναι να είναι να μείνει με την μητέρα του».

Έτσι, οι σχετικοί δικονομικοί συλλογισμοί διαμορφώνονται, σχεδόν τυπικά, με την εξής λογική δομή:

1) Μείζων συλλογισμός: το συμφέρον του ανήλικου τέκνου είναι να μείνει με την μητέρα του

2) Ελάσσων συλλογισμός: το τέκνο είναι ανήλικο

3) Συμπέρασμα: άρα, το τέκνο θα μείνει με την μητέρα του.

Τέτοια ρύθμιση – γιατί για ρύθμιση, πλέον, μιλάμε, λόγω της γενικότητάς της – ακόμα κι αν δεν παραβιάζει, τυπικά και άμεσα, την «ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου», παραβιάζει την ισότητα έναντι των δικαστηρίων. Την ισότητά τους στην απόλαυση των δικαιωμάτων τους – εν προκειμένω της οικογενειακής ζωής. Όλα αυτά, έννομα αγαθά προστατευμένα από το Σύνταγμα και διεθνείς συμβάσεις.

Αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, ζήτημα έννομης τάξης. Η έννομη τάξη περιλαμβάνει την ρύθμιση της κοινωνικής πραγματικότητας κατά τρόπο σύμφωνο προς το ιεραρχημένο σύστημα των νόμων. Νόμοι στα χαρτιά μόνον, δεν συνιστούν έννομη τάξη.

(4) Δικαστικές αποφάσεις, ενόψει του λανθάνοντος μείζονος συλλογισμού

Στην πράξη, οι δικαστικές αποφάσεις σε ζητήματα επιμέλειας περιορίζονται στην διατύπωση «καθαρού» ενός τέτοιου δικανικού συλλογισμού.

Ο δικανικός αυτός συλλογισμός προκύπτει με αφαιρετική νοητική εργασία, ως κοινός τόπος ενός πλήθους δικαστικών σκέψεων και αιτιολογιών, με τις οποίες ο δικαστής εξετάζει τους ισχυρισμούς, τα αποδεικτικά μέσα κ.τ.λ. των δικαζομένων, επιλέγει, διαλέγει, κρίνει, διατυπώνει τις «διαπιστώσεις του».

Στην πραγματικότητα, ο μεγαλύτερος όγκος του παραπάνω υλικού αντιπροσωπεύει, τις περισσότερες φορές, έναν όλως δευτερεύοντα παράγοντα της δικαστικής κρίσης.

Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις σχετικές αποφάσεις, συνολικά, σε τρεις κατηγορίες:

1) Το «επειδή» καθορίζει το «δια ταύτα». Η συγκεκριμένη μητέρα προκύπτει στην συζήτηση όντως καταλληλότερη από τον συγκεκριμένο πατέρα για να αναθρέψει το ή τα τέκνα. Ορθή ή εσφαλμένη, δίκαιη ή άδικη, η απόφαση αυτή, παράγεται από την δίκη που διεξήχθη, όπως αυτή διεξήχθη, είναι μια απόφαση γνήσια, και τηρεί τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης.

2) Το «δια ταύτα» καθορίζει το «επειδή». Οι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά μέσα της μητέρας, κρίνονται πειστικότερα, όχι επειδή πείθουν πράγματι περισσότερο, αλλά επειδή η πρόκρισή τους θα οδηγήσει στην απόδοση του παιδιού στην μητέρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μητέρα, που κερδίζει, είναι «καλύτερη» ή «χειρότερη» από τον πατέρα, που χάνει. Σημαίνει, απλώς, ότι η λογική σειρά του δικανικού συλλογισμού έχει αντιστραφεί και, συνεπώς, σε έσχατη ανάλυση, το πρωτογενές υλικό δεν κρίθηκε da capo, εξαρχής, αλλά εκκινώντας από το συμπέρασμα.

3) Το «επειδή» δεν αρκεί για να επιλεγεί κάποιος από τους δύο γονιούς. Είναι ομάδα αποφάσεων που κρίνουν ότι: «και οι δυο γονείς αγαπούν τα παιδιά τους, και οι δυο γονείς είναι καλοί ή κατάλληλοι». ΑΛΛΑ: το συμφέρον του τέκνου, ενόψει και της μικρής ηλικίας του, επιβάλλει να αποδοθεί στην μητέρα. Στην τρίτη αυτή κατηγορία, ο λανθάνων κανόνας εκφράζεται με την πιο απτή μορφή του.

Είναι φανερό ότι ο δικηγόρος της πράξης, ο δικαζόμενος (πατέρας και μητέρα), και ο δικαστής, πάνε να «δικάσουνε» τις σχετικές δίκες ενόψει του παραπάνω οιονεί νομικού δεδομένου.

Αυτό, για τον χωρισμένο πατέρα, σημαίνει συνθήκες ανισότητας: είτε νομικής ανισότητας, είτε ανισότητας ενώπιον των δικαστηρίων.

(5) Επιπτώσεις της ανισότητας του συστήματος μονογονεϊκής επιμέλειας

Το σύστημα μονογονεϊκής επιμέλειας, ενόψει της ανισότητας του πατέρα έναντι της μητέρας στην διεκδίκηση της επιμέλειας του παιδιού, επιδρά σε όλο το φάσμα των σχέσεων των γονέων, τόσο πριν να γίνουν γονείς, όσο και μετά.

Και αυτό συμβαίνει στο πλαίσιο της εκτεταμένης παθολογίας της σημερινής οικογένειας. Δεν αναφερόμαστε στην υγιή οικογένεια. Η υγιής οικογένεια μπορεί να συνεχίσει την πορεία της, απρόσκοπτη, ανεξαρτήτως των προβλημάτων του νομικού και του δικαιοδοτικού συστήματος στο οποίο διαβιώνει.

Όμως, όταν αναφερόμαστε στην δικαστηριακή πράξη, δεν αναφερόμαστε στην υγιή οικογένεια.

Αναφερόμαστε στην παθολογία της οικογένειας.

Τους παράγοντες εκείνους που οδηγούν σε δυσλειτουργικές οικογένειες, ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, διάσταση, διάλυση, δίκες, πόλεμο, καταστροφή, έγκλημα.

Αν θα προσεγγίζαμε με αναλυτική διάθεση την έννοια της «υγείας» και της «παθολογίας», θα φτάναμε στις έννοιες της ισορροπίας και της ανισορροπίας.

Στην υγιή οικογένεια, οι δυνάμεις που αναπτύσσονται ισορροπούν, ώστε να συντονίζονται προς την κατεύθυνση της εκπλήρωσης των λειτουργιών της οικογένειας.

Το σύστημα μονογονεϊκής επιμέλειας, ενόψει της πρακτικής ανισότητας, είναι φανερό ότι επιδρά σε αυτήν ακριβώς την ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ, με την εισαγωγή ενός ισχυρότατου παράγοντα ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΊΑΣ: της νομικής ανισότητας.

Στο παραπάνω πλαίσιο, η επίδραση του νομικού συστήματος είναι ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ.

Αναφερόμαστε, εν προκειμένω, στην έννοια του καταλύτη στην χημεία. Ο καταλύτης είναι μια ουσία, ένας παράγων, που ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΕΙ δυνάμεις οι οποίες, ούτως ή άλλως, υπάρχουν, ώστε μια χημική αντίδραση να επιταχύνεται με θεαματικά αποτελέσματα.

Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι οι διαλυτικές δυνάμεις σε μια οικογένεια – ίσως στις περισσότερες υπάρχουν.

Η εν λόγω νομική ανισότητα επιδρά ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΑ σε οικογένειες με εύθραυστη ισορροπία, με ασθενείς δεσμούς μεταξύ των μελών, με τα προβλήματα που δημιουργεί σήμερα η χρόνια ανωριμότητα πολλών μελών της κοινωνίας μας, η ατελέστατη προσωπική ανάπτυξη επίσης πολλών συζύγων, η έλλειψη σταθερών και ενιαίων ιδεών, αρχών, μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου, η οικονομική κρίση και γενικότερα οι προσωπικές κρίσεις που ΤΕΙΝΟΥΝ στην διασάλευση κάθε έννοιας ισορροπίας.

(6) Επιπτώσεις της ανισότητας του συστήματος μονογονεϊκής επιμέλειας

Πρακτικά, το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας υπό συνθήκες ανισότητας, καταλύει τις οικογενειακές συγκρούσεις προς τις εξής κατευθύνσεις.

1) Παρωθεί προς την διάλυση της οικογένειας, από την πλευρά των γυναικών. Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων που γνωρίζουμε, οι γάμοι έχουν διαλυθεί με πρωτοβουλία της γυναίκας. Για παράδειγμα: μια οικογένεια στην οποία οι γονείς, χωρίς να έχουν αξιόλογο δεσμό μεταξύ τους, διαφωνούν για την ανατροφή των παιδιών. Ή έχουν ανταγωνισμό ως προς την αγάπη τους, την επαφή τους, την επιρροή πάνω τους. Τον διώχνει, λοιπόν, προκειμένου να απαλλαγεί από την παρουσία του, και να μεγαλώσει τα παιδιά μόνη της. Η ανισότητα συνιστά ένα ΚΙΝΗΤΡΟ για την γυναίκα: διώχνει τον πατέρα από το σπίτι, και απολαμβάνει την αποκλειστικότητα στην ανατροφή των παιδιών, αποκλειστικό δικαίωμα σε όλα τα ζητήματα εκπαίδευσης, υγείας, αγάπης, και, κυρίως, ΕΠΙΡΡΟΗΣ, τα οποία, όσο ήταν ο πατέρας στο σπίτι, αμφισβητούνταν.

2) Δημιουργείται κρίσιμη ανισορροπία των σχέσεων πατέρα και μητέρας μέσα στον γάμο. Ο πατέρας δεν έχει κανέναν τρόπο να «διαπραγματευθεί» τις απόψεις του για το παιδί ή τα παιδιά του, την θέση του δίπλα στα παιδιά, την αγάπη τους και την επιρροή του σ’ αυτά, εάν η μητέρα τον αμφισβητεί. Και αυτό, επειδή η εναλλακτική λύση που του παρουσιάζεται είναι η διάλυση της οικογενείας, και η οριστική απομάκρυνσή του από το παιδί ή τα παιδιά του.

3) Επιπλέον κίνητρο για την διάλυση της οικογένειας, από μέρους της μητέρας, είναι ότι αυτή επάγεται αξιόλογα οικονομικά οφέλη για την τελευταία. Στην διατροφή που επιδικάζουν τα δικαστήρια, και στην οποία, ρητά σιωπηρά, προστίθεται και ένα μερίδιο το οποίο θα οικειοποιηθεί η μητέρα. Πρόκειται για τις «αποτιμητές σε χρήμα» υπηρεσίες της μητέρας στο μεγάλωμα του παιδιού. Τα κονδύλια που επιδαψιλεύονται σε τέτοιες περιπτώσεις, στις μητέρες που μεγαλώνουν τα παιδιά τους, αντιστοιχούν, μερικές φορές, στα εισοδήματα ολόκληρης τετραμελούς οικογένειας[3]. Οι μητέρες αποσπούν από τον πατέρα του παιδιού τους, όταν έχουν χωρίσει, πολύ περισσότερα απ’ όσα θα του έπαιρναν σε καθεστώς γαμήλιας συμβίωσης. Για την απόσπαση των χρημάτων, οι μητέρες έχουν στην διάθεσή τους την αναγκαστική εκτέλεση, αλλά και την ποινική καταδίωξη του πατέρα του παιδιού τους. Ενώ τις ίδιες, κανείς δεν τις ελέγχει αν θα δαπανήσουν την «διατροφή» που παίρνουν για το παιδί τους ή για τον εαυτό τους. Όλα αυτά, είναι πλεονεκτήματα της χωρισμένης μητέρας έναντι της παντρεμένης.

4) Μετά την λύση της συμβίωσης ή του γάμου, οδηγεί σε αφύσικες, μονογονεϊκές οικογένειες, οι οποίες λειτουργούν σαν υποκατάστατο της διαλυμένης οικογένειας. Σοβαρά προβλήματα προκύπτουν, ιδίως όταν, στο πλαίσιο της μονογονεϊκής οικογένειας:

(i) Η συμβίωση της μητέρας με το παιδί, μετά την έξωση του πατέρα από την οικογένεια, λαμβάνει, τακτικά, τον χαρακτήρα οιονεί «γάμου» μεταξύ μητέρας και παιδιού. Δημιουργείται μια νέα οικογένεια, στον άξονα μητέρας – παιδιού, χωρίς πατρική παρουσία, και με συμπληρωματικά μέλη, σε σαφώς υποδεέστερη, συχνά, θέση, τους εκ μητρός συγγενείς (παππούδες, γιαγιάδες, αδέλφια, κ.τ.λ.).

(ii) Η απομάκρυνση του πατέρα από την «οικογένεια», την οποία, πλέον, αποτελούν η μητέρα και το παιδί οδηγεί σε αποξένωση του πατέρα από το παιδί του, και του παιδιού από τον πατέρα του. Για τον Έλληνα, η «οικογένεια» ορίζεται ως: «όσους κλείνει η πόρτα σου». Ο πατέρας, εκτός της οικογενειακής θύρας, παύει να θεωρείται και να είναι «οικογένεια» του παιδιού.

(iii) Η απουσία του πατέρα, πέρα από την πρόδηλη στέρηση του παιδιού από την παρουσία του και απ’ ό,τι αυτός μπορεί να του προσφέρει, οδηγεί σε διαταραχή του ψυχικού κόσμου του παιδιού, και σε στρεβλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη. Ειδικά αν το παιδί είναι αγόρι, αναλαμβάνει συχνά τον ρόλο του «άντρα» της οικογενείας, του προστάτη της μητέρας.

5) Με τον τρόπο αυτό, προσβάλλονται τα δικαιώματα του παιδιού, και ιδίως:

(i) Προσβάλλεται το δικαίωμα και η επιθυμία του κάθε παιδιού να έχει και τους δυο γονείς του, ενόψει του ότι, η παρούσα ρύθμιση, του επιβάλει την κυριαρχική και ανισόρροπη παρουσία του ενός (στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων: της μητέρας), και την στέρησή του από τον άλλο (στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων: του πατέρα). Αν κάποιος ρωτήσει τα παιδιά, ιδίως στην αρχή της διάστασης των γονέων τους, ποιον από τους δύο θέλουν, θα απαντήσουν, στερεότυπα: «και τους δύο».

(ii) Η στέρηση του παιδιού από τον ένα γονέα αναδεικνύεται σε οιονεί παρεπόμενη κύρωση της διάλυσης της συμβίωσης ή της έγγαμης σχέσης, και επιβάλλεται και στον ένα από τους δυο γονείς, αλλά, κυρίως, και στο παιδί. Το παιδί αισθάνεται ότι η οικογένειά του διασπάται, ότι είναι αδύναμο να ελέγξει την ζωή του, καθώς και ενοχές για την διάλυση της οικογένειάς του.

6) Είναι φανερό ότι ο θεσμός της «επικοινωνίας», ατελής και απρόσφορος, δεν αρκεί για να αναπληρώσει τα παραπάνω μειονεκτήματα του συστήματος. Ο θεσμός της «επικοινωνίας», ο οποίος συχνά παραβιάζεται ή παραμελείται, ακριβώς επειδή είναι απρόσφορος για να καλύψει τα κενά του συστήματος της μονογονεϊκής επιμέλειας, δεν αρκεί να αναπληρώσει το ρήγμα στην οικογενειακής φύσεως σχέση του γονιού που δεν έχει την «επιμέλεια» του παιδιού (κατά κανόνα: τον πατέρα) και του παιδιού. Σοβαρά προβλήματα δημιουργούνται όταν η ο έχων την επιμέλεια του παιδιού αρνείται να επιτρέψει την επικοινωνία. Το σύστημα της επιβολής ποινικών ή αστικών κυρώσεων (ποινική δίωξη για παραβίαση δικαστικής απόφασης, χρηματικές ποινές ή και προσωπική κράτηση) έχει αποδειχθεί απρόσφορο, και επιπλέον είναι ακατάλληλο για την οικογενειακή φύση των σχέσεων, και συμβάλλει στην όξυνση των ενδοοικογενειακών αντιδικιών.

7) Το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας, ένα σύστημα, όπως προαναφέραμε, του τύπου «όλα ή τίποτα», οδηγεί νομοτελειακά στην όξυνση της αντιδικίας μεταξύ των γονιών του παιδιού, με θύμα, πρώτα, το παιδί. Εδώ εντοπίζεται η κύρια ευθύνη του ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ συστήματος στην δημιουργία προσωπικών και οικογενειακών προβλημάτων προς όλους. Για να διασφαλίσει ο γονιός τα δικαιώματά του πάνω στο παιδί του, θα πρέπει να αντιδικήσει, και μάλιστα βίαια, με τον άλλο γονιό. Και τούτο, ενόψει του ότι:

(i) Με εξαίρεση ελάχιστες διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας, το σύστημα της εκδίκασης οικογενειακών διαφορών, είναι το σύστημα της αντιδικίας, το σύστημα της εκδίκασης αμφισβητουμένων δικαιωμάτων αστικής φύσεως.

(ii) Τις εμφανείς ελλείψεις των ουσιαστικών και δικονομικών ρυθμίσεων του οικογενειακού δικαίου, ιδίως στον τομέα της αναγκαστικής εκτέλεσης, καλείται συχνότατα να αναπληρώσει το ποινικό δίκαιο, δηλαδή η ποινικοποίηση των υποθέσεων. Μηνύσεις για «κακόβουλη παραμέληση διατροφής», για «παραβίαση δικαστικής απόφασης» (σε σχέση με την επικοινωνία), για «αρπαγή ανηλίκου από ανιόντα», καλούνται να αναπληρώσουν επί του ποινικού πεδίου τις ελλείψεις της «πολιτικής» ρύθμισης της υπόθεσης. Ψευδείς ή στημένες κατηγορίες για «αρπαγή» ή για «σεξουαλική παρενόχληση» των παιδιών από τους γονείς έρχονται να αναπληρώσουν την έλλειψη ουσιαστικών επιχειρημάτων για την διεξαγωγή της αντιδικίας.

8) Η αντιδικία επί του δικονομικού πεδίου είναι ο δεύτερος παράγων – μετά την ανισότητα επί του ουσιαστικού πεδίου – που επιδρά ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ στις σχέσεις των μερών. Η οικογενειακή δίκη γίνεται μια δίκη «φασόν» (σαν τα αυτοκίνητα και τις διαταγές πληρωμής) όπου, όμως, ο κάθε διάδικος κάνει τα πάντα, για να κατηγορήσει τον άλλο. Αλλιώς, πώς θα καταφέρει η γυναίκα να διώξει τον άντρα από το σπίτι; Πώς θα επιτύχει υψηλή διατροφή; Και πώς θα καταφέρει ο άντρας να εξαντλήσει τις πιθανότητές του – 1% - να πάρει αυτός την επιμέλεια του παιδιού του, ή να εξαναγκάσει την γυναίκα να τον αναγνωρίσει και να τον σεβαστεί σαν πατέρα του παιδιού της; Στο παραπάνω πλαίσιο, τα δικόγραφα των γαμικών διαφορών και των διαφορών για την επιμέλεια των τέκνων αποτελούν το πιο γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια κάθε είδους κατηγορίας, αλλά και ψεύδους, και συκοφαντίας του ενός γονέα προς τον άλλον. Τα ψεύδη αυτά – ιδίως εάν αποκτήσουν επίσημη υπόσταση, σαν δικαστικές αποφάσεις – εγγράφονται στην οικογενειακή ιστορία, συγκροτούν, πλέον, την εικόνα του ενός γονιού απέναντι στον άλλον. Τα ίδια ψέματα διαχέονται προς τα παιδιά, στα οποία τα διδάσκει, εν είδει «κρυφού σχολιού», ο κάθε γονέας εις βάρος του άλλου, και αποτυπώνονται στον ψυχισμό και την ανάπτυξή του. Συμβαίνει, μερικές φορές, τα παιδιά να παραλαμβάνουν τα δικόγραφα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι γονείς τους, ή να τους τα διαβάζουν οι ίδιοι οι γονείς τους, εμπλέκοντάς τα στην αντιδικία.

9) Η παραπάνω κατάσταση, οδηγεί νομοτελειακά, πολλές χωρισμένες οικογένειες, στην άμετρη ποινικοποίηση των υποθέσεων. Τα ψεύδη που ξεκινούν από τις αστικές διαφορές, καθώς και οι άστοχες δικαστικές αποφάσεις, πολλαπλασιάζονται, και προκαλούν συγκρούσεις, οι οποίες διαιωνίζονται σε σωρεία δικών, καθώς και στην άμετρη ποινικοποίηση πολλών οικογενειακών υποθέσεων. Το ποινικό πεδίο, βέβαια, είναι απρόσφορο για την επίλυση των οικογενειακών διαφορών. Ωστόσο, οι περισσότερες από τις οικογενειακές διαφορές που έχουμε υπόψη μας έχουν ποινικοποιηθεί, με αληθείς ή ψευδείς καταγγελίες, πολλές φορές και κακουργηματικής μορφής, οι οποίες ξεκίνησαν, κατά κανόνα, στις αίθουσες των αστικών δικαστηρίων.

10) Δικονομικά, η ανάθεση των διαφορών για την επιμέλεια και την διατροφή των παιδιών στο Μονομελές Πρωτοδικείο διασφαλίζει γρηγορότερες εκδικάσεις, αλλά όχι ασφάλεια στην εκδίκαση της υπόθεσης ανάλογη της σημασίας της. Συγκριτικά: το δικονομικό μας σύστημα διαθέτει σε περιουσιακές διαφορές αντικειμένου άνω των 80.000 € το καλύτερο και ασφαλέστερο σήμερα σύστημα εκδικάσεως, την τακτική διαδικασία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Σε απλές, σχετικά, ποινικές υποθέσεις, τρεις πλημμελειοδίκες και έναν εισαγγελέα. Οι μείζονος σπουδαιότητας και ευαισθησίας οικογενειακές διαφορές επιλύονται από έναν μόνο δικαστή, είτε κατά την «τακτική» διαδικασία της «διατροφής και επιμέλειας τέκνων», είτε στα ασφαλιστικά μέτρα, οπότε από την σύνθεση του δικαστηρίου εξοικονομείται μέχρι και ο γραμματέας.

Β. Γενική τοποθέτηση της αναπτυσσόμενης πρότασης

Ο παραπάνω προβληματισμός οδηγεί στην διαπίστωση της ανάγκης για μια γενναία μεταρρύθμιση του οικογενειακού συστήματος, στο κέντρο της οποίας θα βρίσκεται η καθιέρωση ενός συστήματος ΚΟΙΝΗΣ ΕΠΜΕΛΕΙΑΣ, που θα σημαίνει ότι οι δυο γονείς θα είναι απολύτως και ισόρροπα συνυπεύθυνοι για την ανατροφή του παιδιού και μετά τον χωρισμό τους, και θα έχουν έναντι του παιδιού τα ίδια δικαιώματα.

Συνεπώς, με τον χωρισμό, την διάσταση ή το διαζύγιο, θα ενεργοποιούνται οι ρυθμίσεις της κοινής επιμέλειας, και όχι της μονογονεϊκής επιμέλειας, δηλαδή της οιονεί αυτόματης ανάληψης της επιμέλειας του προσώπου το παιδιού από τον έναν από τους δύο, δηλαδή (και κατά κανόνα) την μητέρα.

Το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας προτείνεται να διατηρηθεί ΜΟΝΟ ΩΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ του συστήματος της κοινής επιμέλειας, υπό την έννοια ότι η επιμέλεια θα απονέμεται στον ένα από τους δυο συζύγους, μόνο όταν το σύστημα της κοινής επιμέλειας εφαρμοστεί για ένα διάστημα και αποτύχει.

Παράλληλα, πρέπει να γίνει επεξεργασία ενός πρόσφορου δικονομικού συστήματος αντιμετώπισης των ζητημάτων ανατροφής του παιδιού που οι γονείς του δεν ζουν μαζί.

Τέτοια ρύθμιση απαιτεί, οπωσδήποτε, ριζικές λύσεις, στην κατεύθυνση της διατήρησης της κοινής ευθύνης των χωρισμένων γονέων για τα παιδιά τους, και της ισόρροπης και, κατά το δυνατόν, πλήρους διατήρησης της οικογενειακής φύσεως, σχέσης του κάθε γονιού με τα παιδιά του, και μετά τον χωρισμό.

Αναμφίβολα, θέλει δουλειά και πόρους.

Πιστεύουμε, μάλιστα, ότι η καθολική επικράτηση του παρόντος, προβληματικού συστήματος «όλα ή τίποτα» οφείλεται κατά πολύ σε αδράνεια:

(1) Του νομοθέτη, επειδή δεν επεξεργάστηκε ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα,

(2) Των δικαστηρίων, επειδή «βολεύτηκαν» με το ατελές σύστημα του νομοθέτη, και δεν εφάρμοσαν τις καλύτερες λύσεις, οι οποίες, ατελώς, διαγράφονται ήδη στον υφιστάμενο Α.Κ.[4]

(3) Των γονιών, που οδηγούνται, κατά κανόνα, στην «εύκολη» λύση του αλληλοσπαραγμού στα δικαστήρια, παρά στην αντιμετώπιση των «πραγματικών προβλημάτων», που είναι η σωστή ανατροφή των παιδιών και το ξεπέρασμα των επιπτώσεων του χωρισμού των γονιών τους, παρά το πραγματικό γεγονός της διάσπασης της συμβίωσης και της διάστασης των απόψεων μεταξύ τους.

Για τον λόγο αυτό, το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας υπό καθεστώς ανισότητας των γονέων είναι αυτοτροφοδοτούμενο: τροφοδοτεί το ίδιο την κρίση του, η οποία λαμβάνει μορφή «θετικής ανάδρασης»: η κρίση οδηγείται στα δικαστήρια, όπου οξύνεται, για να οδηγηθεί μεγεθυσμένη στα δικαστήρια, όπου θα οξυνθεί περαιτέρω, κ.ο.κ.

Όμως, για την αντιμετώπιση των ολοένα οξυνόμενων προβλημάτων, καμιά προσπάθεια δεν είναι υπερβολική, προκειμένου να διασφαλίσουμε καλύτερο μέλλον για εμάς και για τα παιδιά μας στην αυριανή κοινωνία.

Δ. Ανάγκη πρόβλεψης και επεξεργασίας θεσμικού πλαισίου: ειδικότερες προτάσεις

Είναι βέβαιο ότι, η αναγκαία μεταρρύθμιση του οικογενειακού – γονεϊκού δικαίου, με άξονα τον θεσμό της κοινής επιμέλειας, θα λειτουργήσει μόνον εάν διασφαλιστεί με σειρά εγγυήσεων, που θα είναι οι εξής:

1) Ρητή και αποτελεσματική αστική προστασία της οικογενειακής σχέσης, στην οποία οπωσδήποτε εντάσσεται η σχέση του γονιού με το παιδί.

2) Ρύθμιση του καθεστώτος κοινής επιμέλειας με κανόνες απλούς και εφαρμόσιμους, με τους οποίους θα ενθαρρύνεται αφενός μεν η ισόρροπη επαφή του παιδιού και με τους δυο γονείς του (λ.χ., το παιδί θα πρέπει να θεωρεί, πλέον, δικό του, και το σπίτι του ενός γονιού, και το σπίτι του άλλου), αφετέρου η κοινή ευθύνη, η συναπόφαση και η συνεργασία μεταξύ των γονιών για τα ζητήματα που αφορούν το παιδί.

3) Ορισμός δικαστηρίων διαιτησίας οικογενειακών σχέσεων. Κατά τις ειδικότερες προτάσεις που ακολουθούν, τα δικαστήρια αυτά θα αποτελούνται από έναν πρωτοδίκη, έναν εισαγγελέα και μια γραμματέα, και θα συνεδριάζουν χωρίς δημοσιότητα. Εκεί θα άγονται και θα συζητούνται τα ζητήματα διαφωνιών μεταξύ των γονέων σε ζητήματα επιμέλειας του παιδιού, και θα επιλύονται με ταχείες διαδικασίες. Τέτοια ζητήματα μπορεί να είναι, λ.χ., διαφορές για την διαμονή του παιδιού, για το σχολείο όπου θα φοιτήσει, η αμοιβαία επιβάρυνση των γονέων για τα έξοδά του και εν γένει την διατροφή του, κ.τ.λ. Το δικαστήριο θα κρατάει αρχείο των υποθέσεων που άγονται ενώπιόν του, των αποφάσεων που θα λαμβάνονται, και της εφαρμογής τους. Την εφαρμογή τους θα επιβλέπει εισαγγελέας.

4) Δυνατότητα μετάπτωσης σε σύστημα μονογονεϊκής επιμέλειας, ιδίως στην περίπτωση που προκύψει ότι ο ένας από τους δύο γονείς συμπεριφέρεται, στο πλαίσιο της κοινής επιμέλειας, καταχρηστικά, ή εις βάρος του άλλου γονέα ή των συμφερόντων του παιδιού. Τέτοια περίπτωση θα τεκμαίρεται ιδίως στην περίπτωση που ο ένας γονέας αποδεδειγμένα προσπαθεί να αποξενώσει το παιδί από τον άλλον, κρύβει το παιδί από τον άλλον, κατηγορεί στο παιδί τον άλλον, προσπαθεί να παρεμποδίσει την επικοινωνία ή την πληροφόρηση στο παιδί από τον άλλον, ή στην περίπτωση που ο ένας γονέας αποδεδειγμένα αδιαφορεί για το παιδί του. Στην περίπτωση της μετάπτωσης σε σύστημα μονογονεϊκής επιμέλειας, θα προβλέπεται και σύστημα ικανοποιητικής και επαρκούς επικοινωνίας του γονέα που δεν θα έχει την επιμέλεια, καθώς και παροχής πληροφοριών. Τυχόν παρεμπόδιση, από τον έχοντα την επιμέλεια, της επικοινωνίας του παιδιού με τον άλλο γονέα, θα αποτελεί στοιχείο για την αλλαγή της μονογονεϊκής επιμέλειας ή για την επαναφορά του συστήματος της κοινής επιμέλειας.

5) Ορισμός δικαστηρίων διαφορών επιμέλειας, στο οποίο θα άγονται οι σοβαρότερες διαφορές για την άσκηση της επιμέλειας, και ιδίως αυτές για την αφαίρεσή της από τον ένα από τους δυο γονείς, ή και από τους δύο, ή μεταβολής του καθεστώτος της επιμέλειας που έχει καθοριστεί με προηγούμενη απόφαση. Το δικαστήριο αυτό θα πρέπει να είναι τριμελές, και θα συγκροτείται υποχρεωτικά από δικαστές και των δύο φύλων. Θα συνεδριάζει με γρήγορη και εύκαμπτη διαδικασία, παρουσία εισαγγελέα, ο οποίος θα προετοιμάζει τον φάκελο της υπόθεσης, με βάση αυτεπάγγελτη έρευνα και τις προτάσεις των διαδίκων, και θα υποβάλει πρόταση. Ως πρότυπο θα ληφθεί μάλλον η διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και όχι της αντιδικίας. Το ίδιο δικαστήριο θα επιλαμβάνεται ζητημάτων επείγουσας περίστασης, ενώ ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου θα μπορεί να λαμβάνει προσωρινά μέτρα (σημερινό άρθρο 1532 παρ. 3 Α.Κ.), με δυνατότητα προσφυγής στον Πρόεδρο. Οι συνεδριάσεις του δικαστηρίου θα είναι δημόσιες, εκτός εάν, μετά από αίτηση των διαδίκων, ή του εισαγγελέα, ή αυτεπαγγέλτως, διαπιστωθεί ότι υπάρχει ειδικά προστατευόμενο συμφέρον για την συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών. Το δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη του κάθε πρόσφορο στοιχείο και, μεταξύ άλλων, υποχρεωτικά, πλην των ισχυρισμών που διατυπώνουν και των αποδείξεων που προσκομίζουν οι διάδικοι, το αρχείο των υποθέσεων του διαιτητικού δικαστηρίου, εφόσον αφορά το συγκεκριμένο παιδί, γνωμοδοτήσεις, πραγματογνωμοσύνες, καθώς την υποχρεωτική επικοινωνία του με το παιδί. Το δικαστήριο θα μπορεί να εξετάζει, να καθοδηγεί και να συμβουλεύει τους γονείς, τους ασκούντες την επιμέλεια και τους λοιπούς διαδίκους. Στην ενώπιόν του διαδικασία θα μπορούν να παρίστανται, ως παρατηρητές, καθώς και με δικαστικό πληρεξούσιο δικηγόρο, ως παρεμβαίνοντες, οργανώσεις και σύλλογοι ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και να υποβάλλουν γνωμοδοτήσεις και στοιχεία. Ανάλογα με την απόφασή του για την επιμέλεια του παιδιού, ήτοι για την διατήρηση του καθεστώτος κοινής επιμέλειας, της ανάθεσης της επιμέλειας στον ένα από τους δυο γονείς, κατ’ αποκλεισμό του άλλου, της ανάθεσης σε τρίτον, ή σε ίδρυμα, κατ’ αποκλεισμό και των δύο γονέων, το δικαστήριο θα ρυθμίζει, υποχρεωτικά, και κατά την κρίση του και τις προτάσεις των διαδίκων, τα ζητήματα της επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα ή τους γονείς που δεν θα έχουν την επιμέλεια, καθώς και της οικονομικής συμμετοχής των γονέων στα έξοδα επιμέλειας του παιδιού («διατροφή»). Για τις παραπάνω αποφάσεις του, το δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη του την γνώμη του παιδιού, και θα υποχρεώνεται να αιτιολογεί ειδικά τυχόν απόκλιση της απόφασής του από την γνώμη και τις επιθυμίες του παιδιού. Η εκτέλεση των αποφάσεων του παιδιού επιβλέπεται από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου. Θα προβλέπεται δυνατότητα έφεσης και αναίρεσης κατά των αποφάσεων του δικαστηρίου διαφορών επιμέλειας, με διαδικασία ανάλογη με εκείνη που ακολουθείται πρωτοδίκως.

6) Ανάλογη εφαρμογή των παραπάνω ρυθμίσεων σε παιδιά ανύπαντρων γονέων. Και στην περίπτωση αυτή, εφόσον υπάρχει αποδεδειγμένη πατρότητα και μητρότητα, η επιμέλεια θα ασκείται καταρχάς από κοινού από τους δύο γονείς, όπως ακριβώς και στους χωρισμένους γονείς, και μόνο επικουρικά θα εφαρμόζεται η λύση της μονογονεϊκής επιμέλειας. Είναι ανάγκη, βέβαια, να αναμορφωθούν ριζικά οι θεσμοί σχετικά με την απόδειξη της πατρότητας, της ονοματοδοσίας κ.τ.λ. του παιδιού. Προσαρμογή, στην περίπτωση αυτή, των επί μέρους ρυθμίσεων, στο σύστημα επιμέλειας και συνευθύνης για το παιδί από τους γονείς του.

Ε. Συμπέρασμα

Η Ελλάδα πέρασε, πρόσφατα, έναν ισχυρότατο κλονισμό του θεσμού του γάμου, ο οποίος υπήρξε, κατά μεγάλο μέρος, απότοκος της μεταβολής του οικογενειακού δικαίου του 1983. Η μεταβολή αυτή εντάχθηκε στις δομικές πολιτικές μεταβολές, οι οποίες ακολούθησαν την αλλαγή κυβερνώσας παράταξης στον τόπο, το 1981.

Η «αλλαγή» εκείνη έδωσε διέξοδο σε πιεστικά και χρονίζονται αιτήματα εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου σε κάθε, σχεδόν, τομέα της κοινωνικής ζωής. Τα αιτήματα και οι μεταρρυθμίσεις στις οποίες βρήκαν αυτά διέξοδο, σήμερα, με το ιστορικό «τέλος της μεταπολίτευσης», διέρχονται φάση κρίσης και επανεξέτασης. Θα αναφερόμουν σε ανάλογη κατάσταση κρίσης στην εκπαίδευση, ιδίως την Ανώτατη, της οποίας επίσης το νέο θεσμικό πλαίσιο διαμορφώθηκε εκείνη την περίοδο (με τον «νόμο – πλαίσιο» του 1982).

Τα αιτήματα της μεταρρύθμισης του 1983, στον τομέα του οικογενειακού δικαίου, έτειναν στον σκοπό της αποκατάστασης της «ισότητας» μεταξύ των φύλων. Υπαγορεύτηκαν, κατά μεγάλο μέρος, από τις θέσεις φεμινιστικών και γυναικείων οργανώσεων.

Οργανώσεις πατεράδων ήταν αδιανόητες, υπό το νομικό καθεστώς εκείνο, το καθεστώς της προίκας, του άντρα ως κεφαλής της οικογενείας, της λήψεως, από την γυναίκα, του επωνύμου του ανδρός, και της απόδοσης της επιμέλειας του αγοριού άνω των δέκα ετών, στον πατέρα.

Η μεταρρύθμιση εκείνη μετρά, σήμερα, ένα τέταρτο του αιώνος ηλικία και πείρα. Σήμερα, η εμπειρία μας δείχνει ότι, το σύστημα που εγκαθιδρύθηκε είναι άνισο εις βάρος του πατέρα, και προκαλεί, όπως εκτέθηκε, κρίση του γάμου, διαταράσσοντας κρίσιμα τις ενδοοικογενειακές ισορροπίες, δίνοντας πλεονεκτήματα στην χωρισμένη γυναίκα, απέναντι στην παντρεμένη και ενθαρρύνοντάς την, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην ρήξη των σχέσεων με τον πατέρα, στην διάλυση του γάμου, στην αποξένωση του παιδιού από τον πατέρα και του πατέρα από το παιδί του, και στην στρεβλή ανάπτυξη μιας ολόκληρης γενιάς παιδιών χωρισμένων γονέων.

Έτσι, αντί για γυναικείες και φεμινιστικές οργανώσεις, σήμερα βιώνουμε μια εκπληκτική διεθνή κίνηση πατεράδων, που ζητεί – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – την αναμόρφωση του συστήματος[5].

Δεν θέλω να επεκταθώ σε ανθρωπολογικές αναγωγές, όσον αφορά τον ρόλο των φύλων, όμως, το παλιό εκείνο σύστημα, μια μετριασμένη πατριαρχία, είχε αποδειχθεί πιο σταθερό, πιο λειτουργικό από το σημερινό. Αυτό, βέβαια, στα πλαίσια της κοινωνίας μέσα στην οποία λειτούργησε, ριζικά διαφορετική, σε πολλά από την δική μας. Η μετριασμένη κυριαρχία του άντρα στην οικογένεια, αποτελούσε παράγοντα σταθερότητας της οικογένειας, και ευνοούσε την σταθερή παραμονή του πατέρα κοντά στο παιδί του, διασφαλίζοντας την δυνατότητά του να εκτελέσει τον ρόλο του πατέρα.

Λύση δεν θα ήταν να αντιστραφεί η ανισότητα, υπέρ του πατέρα και εις βάρος, αυτήν τη φορά, της μητέρας. Τα ίδια προβλήματα θα αναδημιουργούνταν, με αντεστραμμένες κατευθύνσεις. Εξάλλου, και ιστορικά το ποτάμι δεν θα μπορούσε να γυρίσει πίσω. Η ισότητα είναι μια ιστορικά κατακτημένη συνθήκη των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης δικαιακής διασφάλισης της ισότητας σε κάθε λογής διαφορές και συγκρούσεις. Η «ισότητα», όμως, είναι μια κατάσταση προς ρύθμιση. Δεν προκύπτει από μόνη της. Ούτε λύνει όλα τα ζητήματα. Και στην οικογένεια, όπως και σε άλλους τομείς, δεν αποτελεί λύση το laissez faire, η παντοδυναμία των «μηχανισμών της αγοράς».

Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι, για την αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης των οικογενειακών σχέσεων, είτε εντός γάμου, είτε εκτός, είτε μετά την διάλυση του γάμου ή της γαμήλιας συμβίωσης, δεν αρκεί μια «τροποποίηση», ή και μια «μεταρρύθμιση».

Ο όρος «αναμόρφωση» έχει πιο «επιθετικό» περιεχόμενο, που κατευθύνεται σε μια νέα φόρμα, σε ένα νέο σύστημα, στο οποίο θα έχουν αφομοιωθεί δημιουργικά οι προβληματισμοί που έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα, και το οποίο θα έχει την απαραίτητη συγκρότηση, ώστε να εμπεριέχει και να διαγράφει μια νέα μορφή της «οικογένειας» στην σύγχρονη κοινωνία.

Η «πρόταση» νομοθετήματος που ακολουθεί είναι ένα «παράδειγμα» τέτοιου συστήματος.

Το σύστημα που θα καθιερωθεί θα πρέπει να είναι αρκετά ειδικό, ώστε να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να διασφαλίζει την επίτευξη των στόχων του στην πράξη, αφήνοντας ταυτόχρονα τα περιθώρια που διασφαλίζουν στον δικαστή την δυνατότητα προσαρμογής στην κατ’ ιδίαν περίπτωση, όπως απαιτεί το δίκαιο, ως τέχνη του επιεικούς και του ίσου.

Κ.Δ.

3. Πρόταση ειδικότερων ρυθμίσεων οικογενειακού δικαίου

Α. Στον ΑΣΤΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ

Βιβλίο ΤΕΤΑΡΤΟ – Οικογενειακό Δίκαιο

Κεφάλαιο ΠΡΩΤΟ: Οικογενειακές σχέσεις[6]

Άρθρο: … [1436Α][7]

Οικογενειακές σχέσεις είναι οι σχέσεις μεταξύ συζύγων, μεταξύ γονέων και παιδιών, γεννημένων σε γάμο, αναγνωρισμένων, φυσικών, ή υιοθετημένων (σχέσεις γονέων – παιδιών), μεταξύ ανιόντων και κατιόντων οποιουδήποτε βαθμού, μεταξύ αδελφών, καθώς και οι συμβιωτικές σχέσεις μεταξύ προσώπων, τα οποία επιθυμούν να αποτελούν οικογένεια, εφόσον έχουν διαρκέσει επί εύλογο χρονικό διάστημα και δεν συντρέχει απαγορευμένη από τον νόμο σαρκική συνάφεια. Το εύλογο χρονικό διάστημα του προηγούμενου εδαφίου, εκτιμώμενο κατά τις περιστάσεις, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα έτος. Αν μεταξύ των προσώπων συντρέχει συγγένεια εξ αίματος μέχρι τετάρτου βαθμού εκ πλαγίου, δεν απαιτείται η επίκληση ή απόδειξη ελάχιστης διάρκειας της σχέσης.

Όποιος διαταράσσεται σε οικογενειακή του σχέση από τρίτο, έχει αξίωση κατά του τρίτου για την παύση της διατάραξης. Τα άρθρα 57, 58 και 59 εφαρμόζονται επίσης αναλόγως και στην περίπτωση προσβολής της οικογενειακής σχέσης από τρίτο. Περαιτέρω αξίωση αποζημίωσης μπορεί να ζητηθεί κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.

-----------------------

Στο κεφάλαιο ΕΒΔΟΜΟ: Διαζύγιο

1441. - Συναινετικό διαζύγιο

[η 3η παράγραφος]

Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να εκδοθεί συναινετικό διαζύγιο πρέπει να προσκομίζεται έγγραφη συμφωνία των συζύγων που να ρυθμίζει τα κύρια ζητήματα της κοινής εν διαστάσεις επιμέλειας των τέκνων, και ιδίως: την κατανομή της διαμονής του μεταξύ των κατοικιών των συζύγων, τις βασικές εκπαιδευτικές επιλογές, όπως σε ποια εκπαιδευτήρια θα φοιτήσει, και την κατανομή της ευθύνης για την παρακολούθηση της υγείας του. Αν η κατανομή της κατοικίας του παιδιού μεταξύ των κατοικιών των γονέων του δεν είναι εφικτή, ανάλογα με τις περιστάσεις, πρέπει να ορίζονται τα ζητήματα της επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν θα διαμένει το παιδί. Το συμφωνητικό πρέπει να προσκομιστεί δέκα (10) μέρες πριν από την πρώτη συζήτηση στον Εισαγγελέα, ο οποίος ανοίγει ειδικό φάκελο, σημειώνοντας ότι τα παιδιά εισέρχονται σε καθεστώς κοινής εν διαστάσει επιμέλειας.

Η συμφωνία επικυρώνεται από το δικαστήριο, εφόσον δεν προσκρούει σε διάταξη δημόσιας τάξης, ενσωματώνεται στην απόφαση με την οποία εκδίδεται το διαζύγιο, και ισχύει ως δικαστική απόφαση, αποτελούσα εκτελεστό τίτλο, μέχρι να εκδοθεί απόφαση για το θέμα σύμφωνα με τα άρθρα 1513 επ.

Στο κεφάλαιο ΟΓΔΟΟ: Συγγένεια

1481

Η πατρότητα αποδεικνύεται μόνο με την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, με ιατρικές εξετάσεις σε δημόσιο θεραπευτήριο και με την χρήση των ενδεδειγμένων ιατρικών μεθόδων για την πιστοποίηση της βιολογικής σχέσης γονέων και τέκνων, ιδίως με την εξέταση του γενετικού υλικού DNA ή άλλη μέθοδο, ίσης ή ανώτερης αξιοπιστίας.

Το δικαστήριο, εφόσον η αγωγή για την αναγνώριση ή τον άρνηση της πατρότητας είναι παραδεκτή, διατάσσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, τάσσοντας προθεσμία όχι μεγαλύτερη των δύο (2) μηνών για την διεξαγωγή της. Αν ο αιτών την αναγνώριση ή την άρνηση της πατρότητας δεν προσφέρεται για την διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, ή εάν, εφόσον αυτός έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου, δεν προσφέρει το ανήλικο για την διεξαγωγή της, τότε η αγωγή απορρίπτεται.

Εάν ο εναγόμενος για την απόδειξη της πατρότητάς του πατέρας δεν προσφέρεται ο ίδιος, ή εάν η έχουσα την επιμέλεια του παιδιού εναγόμενη από τον πατέρα για την απόδειξη της πατρότητας του τελευταίου μητέρα δεν προσφέρει το τέκνο για την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, τότε η πατρότητα τεκμαίρεται με κάθε αποδεικτικό μέσο, και ιδίως με την πιθανολόγηση ότι η μητέρα είχε έρθει σε σαρκική συνάφεια με τον αιτούντα την δικαστική αναγνώριση κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης.

1842. Απόφαση που θα εκδοθεί, αναγνωρίζοντας την πατρότητα με βάση το τεκμήριο του παραπάνω άρθρου, μπορεί να προσβληθεί από οποιονδήποτε διάδικο ή από το παιδί με αναψηλάφηση, μόνο με την προσκόμιση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, από την οποία προκύπτει ότι ο αναγνωρισθείς ως πατέρας δεν είναι πραγματικά πατέρας του παιδιού.

----------------------------------

Στο κεφάλαιο ΔΕΚΑΤΟ: Διατροφή από το νόμο

1597Α. Όταν η διατροφή καταβάλλεται σε πρόσωπο άλλο από εκείνον που το δικαιούται, αυτός που καταβάλλει μπορεί να ζητήσει λογοδοσία, κατά το άρθρο 303 Α.Κ. Εάν αποδειχθεί ότι η καταβληθείσα διατροφή αναλώθηκε, εν όλω ή εν μέρει, σε άλλους σκοπούς, και όχι για την διατροφή του δικαιούμενου, το επιπλέον αναζητείται, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.

Λογοδοσία μπορεί να ζητήσει επίσης ο εισαγγελέας, αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση οποιουδήποτε που έχει έννομο συμφέρον, εάν περιέλθουν σε γνώση του στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν ενδείξεις ότι η καταβληθείσα διατροφή αναλώθηκε σε άλλους σκοπούς, και όχι για την διατροφή του δικαιούμενου.

----------------------------------

Στο κεφάλαιο ΕΝΔΕΚΑΤΟ: Σχέσεις γονέων και τέκνων

1506

Το παιδί που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του παίρνει το επώνυμο και των δύο γονέων, της μεν μητέρας από της γέννησής του, του δε πατέρα του αυτοδικαίως, από την εκούσια ή δικαστική αναγνώριση. Οι γονείς μπορούν να συμφωνήσουν αλλιώς. Τέτοια συμφωνία πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Άρθρο 1513

Σε περίπτωση που η συμβιωτική σχέση των γονέων του παιδιού έχει διασπαστεί, η γονική μέριμνα, και ειδικότερα η επιμέλεια του προσώπου του παιδιού, ασκείται από τους δύο από κοινού (κοινή εν διαστάσει επιμέλεια).

Το παιδί κατοικεί στις κατοικίες των γονέων του. Η διαμονή του σε κάθε μία από αυτές ρυθμίζεται, με συμφωνία των γονέων ή, όταν τέτοια συμφωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί, από το δικαστήριο, με αίτηση οποιουδήποτε από τους γονείς ή και των δύο. Η ρύθμιση γίνεται κατά τρόπο ώστε να διατηρείται η ισόρροπη επαφή του παιδιού με τους δυο γονείς και η δυνατότητα του καθενός να ασκεί τα δικαιώματα και να ανταποκρίνεται στα καθήκοντα και τις ευθύνες της επιμέλειας.

Κατά την άσκηση της κοινής εν διαστάσει επιμέλειας οι γονείς οφείλουν να συνεργάζονται για την κοινή απόφαση στα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την ανατροφή το παιδιού, όπως στο σχολείο και εν γένει την εκπαίδευσή του, την μέριμνα της υγείας του, την ενθάρρυνση των κοινωνικών του δραστηριοτήτων, και κάθε συναφές ζήτημα.

1513Α. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των γονέων για σπουδαία ζητήματα επιμέλειας, αποφασίζει το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο.

Το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται με αίτηση οποιουδήποτε από τους γονείς, του συμπαραστάτη επιμέλειας του παιδιού, του ίδιου του παιδιού, ή του εισαγγελέα, ο οποίος εισάγει την υπόθεση στο δικαστήριο είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατ’ αίτηση οποιουδήποτε τρίτου, εφόσον αυτή, κατά την κρίση του εισαγγελέα, δεν είναι πρόδηλα αβάσιμη. Στην τελευταία περίπτωση, η αίτηση του τρίτου απορρίπτεται με αιτιολογημένη διάταξη του εισαγγελέα.

Το παιδί μπορεί να απευθυνθεί στο οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο και αυτοπροσώπως ή μέσω του συμπαραστάτη επιμέλειας, με προφορική δήλωσή του που απευθύνεται στον εισαγγελέα ή στον πρόεδρο του δικαστηρίου, για την οποία συντάσσεται έκθεση. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει συμπαραστάτης επιμέλειας, ή που αυτός που έχει διοριστεί δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στην διαδικασία που έχει ξεκινήσει με αίτηση του παιδιού, μπορεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να διοριστεί ειδικός συμπαραστάτης επιμέλειας. Σε κάθε περίπτωση, ο εισαγγελέας εξετάζει και αυτεπαγγέλτως την βασιμότητα της αίτησης του παιδιού, και υποβάλει πρόταση στο δικαστήριο.

Το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, με απόφασή του, εφόσον διαπιστώσει αδυναμία συμφωνίας μεταξύ των γονέων:

(α) Να κατανείμει τον τόπο κατοικίας του παιδιού μεταξύ των κατοικιών των εν διαστάσει ευρισκομένων γονέων, εφόσον δεν επέρχεται συμφωνία μεταξύ τους. Η κατοικία πρέπει να κατανέμεται κατά το δυνατόν ισομερώς, εφόσον οι γονείς κατοικούν στην ίδια πόλη, και το επιτρέπουν οι συνθήκες. Ανάλογες λύσεις επιδιώκονται και αν οι γονείς διαμένουν σε διαφορετική πόλη.

(β) Να αποφασίσει για τα ζητήματα που αφορούν την εκπαίδευση του παιδιού.

(γ) Να διατάξει κάθε επείγον μέτρο σε οποιοδήποτε ζήτημα αφορά την υγεία του παιδιού.

(δ) Να αποφασίσει για κάθε ζήτημα οικονομικής φύσεως που άπτεται της κοινής επιμέλειας.

(ε) Να αποφασίσει για κάθε επείγον ζήτημα που επιβάλλει το συμφέρον του παιδιού και, ιδίως, να απαγορεύσει την παράδοση του παιδιού στον ένα, ή και στους δύο γονείς, εάν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι για τούτο, διατάσσοντας προσωρινά μέτρα προς τούτο.

(ε) Να ορίσει συμπαραστάτη επιμέλειας. Ο συμπαραστάτης επιμέλειας είναι πρόσωπο το οποίο παρέχει τα εχέγγυα της δίκαιης, αμερόληπτης και προς το συμφέρον του παιδιού παρακολούθησης των ζητημάτων επιμέλειας του παιδιού. Έχει την εξουσία να ενημερώνεται για τα ζητήματα της επιμέλειας από κάθε πηγή, να παρέχει συμβουλές προς τους γονείς, το παιδί και κάθε εμπλεκόμενο τρίτο, και να αναφέρεται στο οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο στην περίπτωση αδυναμίας εύρεσης λύσεως προς το συμφέρον του παιδιού ή ύπαρξης κινδύνου για το παιδί.

(στ) Να εισαγάγει την υπόθεση στο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο, με πρόταση για την μετάβαση σε καθεστώς μονογονεϊκής επιμέλειας ή την ανάθεση της επιμέλειας σε τρίτο άτομο, σε τρίτη οικογένεια, ή σε δημόσιο ίδρυμα.

1513Β. Σε περίπτωση αποδεδειγμένης αδυναμίας λειτουργίας της κοινής εν διαστάσει επιμέλειας, η οποία οφείλεται σε δυστροπία και έλλειψη συνεργασίας ενός τουλάχιστον από τους γονείς, το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο αναθέτει την επιμέλεια αποκλειστικά στον ένα γονέα (μονογονεϊκή επιμέλεια).

Σε περίπτωση δυστροπίας ή αδυναμίας και των δύο γονέων για την ανταπόκριση στα δικαιώματα, στις υποχρεώσεις και στα βάρη της επιμέλειας, ή σε περίπτωση που και οι δυο γονείς ενεργούν κατά τρόπο επικίνδυνο για την ψυχοσωματική υγεία και ανάπτυξη του παιδιού, η επιμέλεια μπορεί να ανατεθεί και σε άλλον, που μπορεί να είναι τρίτο άτομο, οικογένεια η οποία προσφέρεται προς τούτο ή δημόσιο ίδρυμα.

Τέτοιες περιπτώσεις ανάθεσης της επιμέλειας στον ένα γονέα ή σε άλλον είναι, ιδίως:

1) Κατ’ εξακολούθηση υπαίτια παραβίαση των αποφάσεων του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου από τον ένα γονέα.

2) Έλλειψη συνεργασιμότητας του ενός γονέα με τον άλλο για τα ζητήματα της κοινής επιμέλειας.

3) Απόπειρα, ενέργειες ή προσπάθειες του ενός γονέα να αποξενώσει το παιδί από τον άλλον, να του δημιουργήσει αισθήματα μίσους, καταφρόνησης ή αποξένωσης προς τον άλλον, ή να του στερεί την επαφή με τον άλλον.

4) Αποδεδειγμένη κατ’ εξακολούθηση αδιαφορία για το παιδί και την άσκηση των δικαιωμάτων και καθηκόντων της κοινής εν διαστάσει επιμέλειας.

5) Μονομερείς επιλογές, ενέργειες ή πράξεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ψυχοσωματική υγεία ή την ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη του παιδιού.

6) Έκθεση του παιδιού σε επικίνδυνο περιβάλλον, σε πράξεις, ενέργειες ή επιδράσεις βλαβερές ή επικίνδυνες για την ψυχοσωματική υγεία και ανάπτυξή του.

7) Καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων της επιμέλειας. Κατάχρηση υπάρχει ιδίως όταν ο ένας γονιός πρόδηλα ασκεί τα δικαιώματα της επιμέλειας όχι προς το συμφέρον του παιδιού, αλλά για να αποσπάσει ο ίδιος παράνομο όφελος ή για να εκδικηθεί ή να βλάψει τον άλλον γονέα ή τρίτον.

8) Κατάχρηση μπορεί να γίνει και στις δικονομικές δυνατότητες που απορρέουν από την επιμέλεια, όπως η συστηματική καταχρηστική κατάθεση πρόδηλα αβάσιμων ενδίκων βοηθημάτων (στρεψοδικία), προδήλως ψευδή καταμήνυση του άλλου γονέα ή η προσφυγή σε ψευδομάρτυρες ή σε πλαστά, κατασκευασμένα ή ψευδή στοιχεία εναντίον του άλλου γονέα.

Αγωγή για την ανάθεση της επιμέλειας στον ένα γονέα (μονογονεϊκή επιμέλεια) μπορεί να κατατεθεί μόνο μετά την παρέλευση δύο ετών κοινής εν διαστάσει επιμέλειας.

Στην περίπτωση που η συνέχιση της κοινής εν διαστάσει επιμέλειας επάγεται άμεσους κινδύνους για το παιδί, το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο, ο εισαγγελέας ή ο πρόεδρος του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου μπορούν, χωρίς περιορισμό χρόνου, κατ’ αίτησιν οποιουδήποτε ή αυτεπαγγέλτως, με αιτιολογημένη διάταξη ή απόφασή τους, να εισαγάγουν την υπόθεση στο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο για την ανάθεση της επιμέλειας στον ένα γονέα ή σε τρίτο άτομο, σε οικογένεια η οποία προσφέρεται προς τούτο, ή σε δημόσιο ίδρυμα.

1513Γ. Το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο, εφόσον παραδεκτά και βάσιμα εισάγεται σ’ αυτό αίτηση, πρόταση ή αγωγή για την ανάθεση της επιμέλειας στον ένα γονέα (μονογονεϊκή επιμέλεια) ή την ανάθεση της επιμέλειας σε άλλον, αναθέτει την επιμέλεια στον ένα γονέα ή στον άλλον, με κριτήριο το συμφέρον του παιδιού, λαμβάνοντας υποχρεωτικά υπόψη του τα παρακάτω κριτήρια:

1) Λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του παιδιού, το οποίο ερωτάται προσηκόντως προς τούτο, ως προς το με ποιον γονέα επιθυμεί να παραμείνει, καθώς και τους δεσμούς που έχει διαμορφώσει το παιδί με το οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον του. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του την γνώμη του παιδιού, ανάλογα με την ωριμότητά του. Παιδί άνω των έξη (6) ετών συμπληρωμένων, θεωρείται ώριμο για να εκφράσει γνώμη για τον ποιο γονέα προτιμά. Η γνώμη παιδιού μικρότερης ηλικίας λαμβάνεται επίσης υπόψη από το δικαστήριο, αλλά δεν είναι νομικά δεσμευτική, σύμφωνα με όσα εκτίθενται παρακάτω. Στην τελευταία περίπτωση, η γνώμη του παιδιού μπορεί να εκφραστεί όχι απευθείας στο δικαστήριο, αλλά σε ειδικό ψυχικής υγείας, τον οποίο ορίζει το δικαστήριο προς τον σκοπό τούτο. Το δικαστήριο κρίνει ειδικώς εάν, κατά την κρίση του, η προτίμηση του παιδιού είναι γνήσια ή προϊόν υποβολής ή αποξένωσης προς τον ένα γονέα, την οποία προκάλεσαν ο άλλος γονέας με τον οποίο διέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ή τρίτο πρόσωπο.

2) Η επιμέλεια ανατίθεται κατά προτίμηση στον γονέα, ο οποίος αποδεδειγμένα έχει συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου, έχει επιδείξει συνεργασιμότητα με τον άλλο γονέα, με τον συμπαραστάτη επιμέλειας και με το διαιτητικό δικαστήριο στα ζητήματα της κοινής εν διαστάσει επιμέλειας,

3) Η επιμέλεια δεν ανατίθεται στον γονέα ο οποίος αποδεδειγμένα έχει δυστροπήσει στην εφαρμογή των αποφάσεων του διαιτητικού δικαστηρίου, έχει αδιαφορήσει για το παιδί του και τα ζητήματα της επιμέλειας, έχει προσπαθήσει να αποξενώσει το παιδί από τον άλλο γονέα ή να του δημιουργήσει αισθήματα μίσους, καταφρόνησης ή αποξένωσης, έχει παρεμποδίσει τον άλλο γονέα στην άσκηση των δικαιωμάτων της επιμέλειας ή της επικοινωνίας του, έχει επιδείξει εξακολουθητική δυστροπία στα ζητήματα της συνεργασίας με τον άλλο γονέα ή με τον συμπαραστάτη επιμέλειας του παιδιού για τις αναγκαίες κοινές αποφάσεις σχετικά με τα ζητήματα της επιμέλειας, έχει προβεί σε μονομερείς επιλογές που έχουν θέσει σε κίνδυνο την ψυχοσωματική υγεία ή ανάπτυξη του παιδιού, έχει εκθέσει το παιδί σε επικίνδυνα περιβάλλοντα ή πρόσωπα ή ενέργειες, και γενικά έχει ασκήσει καταχρηστικά τα δικαιώματα της επιμέλειας.

4) Η ηλικία και το φύλο του παιδιού και του γονέα δεν αποτελούν νόμιμα κριτήρια για την προτίμηση του ενός γονέα έναντι του άλλου στην ανάθεση της μονογονεϊκής επιμέλειας.

Εάν το δικαστήριο, με βάση τα λοιπά νόμιμα κριτήρια, κρίνει ότι η επιμέλεια πρέπει να δοθεί αποκλειστικά στον γονέα τον οποίο, κατά γνήσια εκπεφρασμένη κρίση, προτιμά το παιδί, τότε αναθέτει την επιμέλεια σ’ εκείνον.

Στην περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει, με βάση τα λοιπά κριτήρια, ότι η επιμέλεια πρέπει να ανατεθεί στον άλλο γονέα, και όχι σ’ εκείνο στον οποίο έχει δηλώσει την προτίμησή του το παιδί, τότε διατηρεί το καθεστώς της κοινής εν διαστάσει επιμελείας, πλην εάν αυτή αποδεδειγμένως δεν μπορεί να λειτουργήσει.

Στην τελευταία περίπτωση, το δικαστήριο, αναθέτει την επιμέλεια του προσώπου στον ένα γονέα, με βάση τα ακόλουθα, κατά σειράν, κριτήρια:

α) Στον γονέα ο οποίος δεν έχει προκαλέσει ψυχοσωματική βλάβη ή δεν έχει εκθέσει σε κίνδυνο τέτοιας βλάβης το παιδί

β) Στον γονέα ο οποίος, σύμφωνα με τα νόμιμα κριτήρια υπερέχει καταφανώς του άλλου ως κατάλληλος για την επιμέλεια και

γ) Εάν δεν υφίσταται καμία από τις δυο παραπάνω προϋποθέσεις, τον γονέα που προτιμά το παιδί

δ) Μόνον εάν και οι δυο γονείς αποκλειστούν απολύτως από την επιμέλεια, με βάση κάποιο νόμιμο κριτήριο, η επιμέλεια ανατίθεται σε κάποιο τρίτο πρόσωπο, οικογένεια ή δημόσιο ίδρυμα.

Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της αποκλειστικής ανάθεσης της επιμέλειας στον ένα γονέα ή σε τρίτον πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, και πρέπει σ’ αυτήν να εκτίθεται ειδικώς η γνώμη του παιδιού, καθώς και τα γεγονότα και τα κριτήρια με τα οποία το δικαστήριο κατέληξε σε απόφαση σύμφωνη με αυτήν ή αποκλίνουσα.

1515. Η γονική μέριμνα παιδιού που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του ασκείται από την μητέρα μόνη, εφόσον δεν υπάρχει πατέρας που αναγνώρισε το παιδί ή που η πατρότητά του αναγνωρίστηκε δικαστικά.

Στην περίπτωση εκούσιας αναγνώρισης, ή δικαστικής αναγνώρισης που έγινε με αίτηση ή με συμφωνία του πατέρα, ο πατέρας αποκτά, από τον χρόνο της αναγνώρισης, γονική μέριμνα, την οποία ασκεί από κοινού με την μητέρα. Θεωρείται ότι η δικαστική αναγνώριση έγινε με σύμφωνη γνώμη του πατέρα, εάν ο τελευταίος δήλωσε ότι συναινεί με την αναγνώριση, με τον όρο ότι η πατρότητά του θα επιβεβαιωθεί με πραγματογνωμοσύνη, και προσφέρει τον εαυτό του σε πραγματογνωμοσύνη.

Σε περίπτωση δικαστικής αναγνώρισης που έγινε κατά της θέλησης του πατέρα, αυτός δεν ασκεί γονική μέριμνα. Μπορεί να ασκήσει γονική μέριμνα εάν το ζητήσει ο ίδιος, με αγωγή του, και συναινέσει η μητέρα.

Αν δεν συναινέσει η μητέρα, το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει στον πατέρα την γονική μέριμνα, ασκούμενη από κοινού με την μητέρα, ή ειδικά καθήκοντα της μέριμνας ή της επιμέλειας του προσώπου του παιδιού, ειδικώς καθοριζόμενα, εφόσον πιθανολογήσει ότι, τέτοια ανάθεση ή κατανομή της γονικής μέριμνας θα είναι για το συμφέρον του παιδιού.

1520. - Προσωπική επικοινωνία

Η επικοινωνία του γονέα με το παιδί του αποτελεί αναφαίρετο στοιχείο της οικογενειακής του ζωής και απορρέει από την φύση της γονεϊκής σχέσης χωρίς την απόδειξη άλλου τινός, άσχετα από το αν ο γονιός ασκεί την επιμέλεια του προσώπου ή όχι.

Η επικοινωνία του παιδιού με τους απώτερους ανιόντες του αποτελεί οικογενειακό δικαίωμα του παιδιού και των απωτέρων ανιόντων και προστατεύεται από τον νόμο, στο πλαίσιο προστασίας της οικογενειακής τους σχέσης.

Η επικοινωνία του γονέα με το παιδί ρυθμίζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, όταν υπάρχει σοβαρός προς τούτο λόγος, κυρίως όταν ο γονιός και το παιδί δεν διαμένουν μαζί και η επικοινωνία παρακωλύεται από αυτόν που έχει την επιμέλεια το παιδιού, από το ίδιο το παιδί ή από τρίτο.

Το δικαστήριο μπορεί να ρυθμίσει την επικοινωνία του γονέα με το παιδί και με αίτηση του γονέα, χωρίς να χρειάζεται επίκληση σπουδαίου λόγου.

Το ίδιο δικαίωμα για την ρύθμιση της επικοινωνίας του με το παιδί έχει και ο απώτερος ανιών.

Η ρύθμιση από το δικαστήριο της επικοινωνίας το γονέα ή του απώτερου ανιόντα με το παιδί του ισχύει ως ελάχιστη επικοινωνία, και δεν εμποδίζει την περαιτέρω επικοινωνία του γονιού με το παιδί του. Ο δικαιούχος της επικοινωνίας γονέας μπορεί να μην κάνει χρήση του δικαιώματός του. Εάν η παράλειψη της χρήσης του δικαιώματός του είναι εξακολουθητική, ο άλλος γονέας ή ο ασκών την επιμέλεια, μπορεί να ζητήσει να ανακληθεί ή να μεταρρυθμιστεί η απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία.

Με την απόφαση που ρυθμίζει την ελάχιστη επικοινωνία, ο δικαστής απαγορεύει στον γονέα ή σε εκείνον που ασκεί την επιμέλεια κάθε διατάραξη της επικοινωνίας που διατάχθηκε (ελάχιστη επικοινωνία) και απειλεί για κάθε διατάραξη ή ματαίωση της επικοινωνίας, χρηματική ποινή υπέρ του δικαιούχου της επικοινωνίας και προσωπική κράτηση, κατά την διάταξη του άρθρου 947 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η παρακώλυση, η οποία γίνεται με την απόκρυψη του παιδιού, την απομάκρυνσή του, ώστε να μην είναι προσιτό στον γονιό που δικαιούται την επικοινωνία ή με άλλο τρόπο, διαπιστώνεται με απόφαση του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου, με αίτηση του δικαιούχου της επικοινωνίας, του παιδιού, του συμπαραστάτη επικοινωνίας ή του εισαγγελέα. Κατά της απόφασης του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου επιτρέπεται προσφυγή στο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο, η οποία αναστέλλει την εκτέλεση. Η απόφαση του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου κατά της οποίας δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα προσφυγή ή κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή και απορρίφθηκε, καθώς και η απόφαση του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί προσφυγής κατά της απόφασης του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου, αποτελούν εκτελεστούς τίτλους.

Εάν ο γονέας ή εκείνος που ασκεί την επιμέλεια έχει βάσιμες ενδείξεις ότι ο γονιός ή ο απώτερος συγγενής που ασκεί την επικοινωνία προτίθεται να απαγάγει το παιδί ή υπάρχει κίνδυνος βλάβης ή έκθεσής του ή χρησιμοποιεί την επικοινωνία του με το παιδί για να αποξενώσει το παιδί από τον γονιό που έχει την επιμέλεια, να παρεμβάλει δυσχέρειες στην άσκηση της επιμέλειας του προσώπου ή να το στρέψει εναντίον του, τότε μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να ρυθμίσει ειδικά την άσκηση της επικοινωνίας από τον δικαιούχο γονέα ή απώτερο συγγενή, και ιδίως να προσδιορίσει τον χρόνο και τον τόπο της επικοινωνίας, καθώς και ότι αυτή θα γίνεται ενώπιον τρίτου προσώπου, το οποίο θα προτείνει ο αιτών γονέας, ή θα επιλέξει το δικαστήριο, ή σε ειδικό προς τούτο χώρο δημοσίου ιδρύματος.

Εάν το ίδιο το παιδί αρνείται διαπιστωμένα την επικοινωνία με τον γονιό του, και εφόσον η άρνησή του είναι επίμονη, τότε το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο διατάσσει παιδοψυχιατρική εξέταση.

Εφόσον από την παιδοψυχιατρική εξέταση διαπιστωθεί ότι τα αίτια της άρνησης δεν μπορούν να αποδοθούν με απόλυτη βεβαιότητα στον γονιό ή στον ανιόντα με τον οποίο το παιδί αρνείται την επικοινωνία, και ιδίως εφόσον πιθανολογείται ότι η άρνηση του παιδιού να επικοινωνήσει με τον γονιό του οφείλεται σε επίδραση, άμεση ή έμμεση, του γονιού ή του προσώπου με το οποίο διαμένει, ή εάν τα αίτια της άρνησης δεν μπορούν να πιθανολογηθούν με επαρκή βεβαιότητα, με απόφαση του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου ορίζεται κοινωνικός λειτουργός, ο οποίος παρακολουθεί τον τρόπο της διαβίωσης του παιδιού και συντάσσει έκθεση, την οποία υποβάλλει στον εισαγγελέα, και στην οποία διατυπώνει προτάσεις για την αλλαγή της στάσης του παιδιού και την αποκατάσταση της επικοινωνίας του και με τους δυο γονείς. Ο εισαγγελέας εισάγει την δικογραφία που θα σχηματιστεί στο οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο, με πρόταση. Το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει υποχρεωτική ψυχιατρική θεραπεία του παιδιού ή όλης της οικογένειας, αλλαγή του καθεστώτος επιμέλειας, διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη, αλλαγή του τόπου κατοικίας του παιδιού, ρύθμιση της επικοινωνίας κατά τρόπο που να την δέχεται το παιδί, ή οτιδήποτε ενδείκνυται από τις περιστάσεις.

Εάν η άρνηση του παιδιού να επικοινωνήσει με τον γονιό του συνεχίζεται κατά τρόπο απόλυτο και ακαταμάχητο, και σε σημείο να προκύπτει από αυτήν ότι δεν υπάρχει κανένας δεσμός μεταξύ τους ή ότι αυτός που τυχόν υπήρχε έχει διαρραγεί, και εφόσον το παιδί είναι άνω των 12 ετών, τότε ο γονιός αυτός δικαιούται να επικαλεστεί το γεγονός αυτό στο δικαστήριο και να ζητήσει να παύσει να καταβάλει κάθε είδους οικονομική συνεισφορά ή διατροφή για το παιδί.

Η δικαστικά διαπιστωμένη μόνιμη άρνηση του παιδιού άνω των δεκαπέντε (15) ετών να επικοινωνήσει με τον γονιό του συνιστά λόγο αποκλήρωσης του παιδιού.

1532: [Τροποποιείται η τρίτη παράγραφος].

Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου και επίκειται άμεσος κίνδυνος για την σωματική ή την ψυχική υγεία του παιδιού, ο εισαγγελέας, μετά από αίτηση ή αναφορά οποιουδήποτε ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάσσει, μετά από συνοπτική προκαταρκτική εξέταση του ζητήματος, κατά την οποία εξετάζει τον αιτούντα, τους γονείς του ανηλίκου, το ανήλικο, τους ασκούντες την επιμέλεια και κάθε άτομο που θα προτείνουν αυτοί, και με αιτιολογημένη διάταξή του, κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του. Ο εισαγγελέας είναι υποχρεωμένος να ερευνά και να αποφαίνεται σε κάθε αίτηση που κατατίθεται αίτηση σ’ αυτόν για την λήψη μέτρων σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες μέρες από την υποβολή της αναφοράς ή της αίτησης. Μέσα σε δεκαπέντε (15) μέρες από την έκδοση της διάταξης, οφείλει να εισαγάγει την δικογραφία της υπόθεσης, με πρόταση, στο οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο. Η διάταξή του ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου, εφόσον η τελευταία αποφαίνεται για την ουσία της υπόθεσης.

Β. Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Βιβλίο ΠΡΩΤΟ: Γενικές Διατάξεις

Κεφάλαιο ΤΡΙΤΟ: καθ’ ύλην αρμοδιότητα

Άρθρο 17: καταργείται η περίπτωση 1) (επαναριθμούνται οι λοιπές)

Άρθρο 17.Α.

Οι διαφορές περί την άσκηση της επιμέλειας, την επικοινωνία και την διατροφή και γενικά για τις οικογενειακές σχέσεις, καθώς και οι διαφορές του άρθρου 681 Β υπάγονται στα οικογενειακά διαιτητικά δικαστήρια.

Οι διαφορές για την ανάθεση της επιμέλειας ανηλίκου σε έναν μόνο γονέα (μονογονεϊκή επιμέλεια) ή σε άλλον, καθώς και οι προσφυγές κατά των αποφάσεων των οικογενειακών διαιτητικών δικαστηρίων δικάζονται από τα τριμελή οικογενειακά δικαστήρια.

Οι αποφάσεις των τριμελών οικογενειακών δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον των τριμελών οικογενειακών εφετείων.

Οι τελευταίες υπόκεινται σε αναίρεση ενώπιον ειδικής οικογενειακής συνθέσεως του Αρείου Πάγου.

Τα οικογενειακά διαιτητικά δικαστήρια, τα τριμελή οικογενειακά δικαστήρια, τα τριμελή οικογενειακά εφετεία και η ειδική οικογενειακή σύνθεση του Αρείου Πάγου συνεδριάζουν πάντοτε παρουσία του εισαγγελέως του αντιστοίχου δικαστηρίου.

------------------------------

Βιβλίο Τέταρτο: ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Κεφάλαιο ΔΕΚΑΤΟ

Διαφορές που αφορούν την επιμέλεια παιδιών και συναφή ζητήματα

681Β. Αντικαθίσταται ως εξής:

1. Με την ειδική διαδικασία του παρόντος άρθρου δικάζονται οι διαφορές που αφορούν:

(α) Την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου ανηλίκου. Περιλαμβάνεται κάθε διαφορά για την άσκηση επιμέλειας ανηλίκου, είτε οι γονείς του ζουν μαζί, είτε ασκούν κοινή εν διαστάσει επιμέλεια, είτε ασκείται μονογονεϊκή επιμέλεια, είτε επιμέλεια από άλλον, εκτός από τις διαφορές που αφορούν στην αλλαγή του φορέα ή του καθεστώτος της επιμέλειας.

(β) Τις οικονομικές διαφορές που εγείρονται σχετικά με ζητήματα της επιμέλειας του προσώπου και της διατροφής του ανηλίκου.

(γ) Την επικοινωνία των γονέων και λοιπών ανιόντων με το ανήλικο.

(δ) Την προστασία από διατάραξη οικογενειακών σχέσεων.

(ε) Τον καθορισμό, τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για τις ανάγκες της οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται λόγω γάμου, διαζυγίου ή συγγένειας, των δαπανών τοκετού και της διατροφής της άγαμης μητέρας, καθώς και της διατροφής της μητέρας από την κληρονομική μερίδα που έχει επαχθεί στο παιδί που αυτή κυοφορεί.

(στ) Την ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων.

(ζ) Την διαχείριση περιουσίας ανηλίκου και λοιπά ζητήματα γονικής μέριμνας.

2. Οι διαφορές του παραπάνω άρθρου δικάζονται από το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο. Το δικαστήριο αυτό συγκροτείται από έναν πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη και τον γραμματέα. Συνεδριάζει πάντοτε παρουσία του εισαγγελέα.

3. Το δικαστήριο επιλαμβάνεται της διαφοράς με αίτηση ή αγωγή οποιουδήποτε έχει δικαίωμα σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο ή με πρόταση του εισαγγελέα. Η αίτηση ή αγωγή κατατίθεται στην γραμματεία του δικαστηρίου και αμέσως ορίζεται δικάσιμος, η οποία δεν μπορεί να απέχει πλέον των τεσσάρων (4) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.

4. Αιτήσεις ή αγωγές που αφορούν διαφωνίες μεταξύ των γονέων ή των εχόντων την επιμέλεια ανηλίκου ή αυτών και του συμπαραστάτη επιμέλειας στρέφονται υποχρεωτικώς κατά των προσώπων που ασκούν την επιμέλεια του ανηλίκου. Μπορούν να κατατεθούν και από κοινού από τους ασκούντες την επιμέλεια, με αίτημα για την λήψη απόφασης επί της διαφοράς. Ο γονέας που δεν ασκεί την επιμέλεια στρέφεται καθ’ όλων των προσώπων που την ασκούν. Αλλιώς η αίτηση ή η αγωγή είναι απαράδεκτη.

5. Κάθε τρίτος δικαιούται να απευθυνθεί στον εισαγγελέα για ζητήματα της περ. (α) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, στην οποία πρέπει να αναφέρει, επί ποινή απαραδέκτου, τους λόγους της αναφοράς ή αίτησής του. Ο εισαγγελέας υποχρεούται να εξετάσει την αίτηση και να σχηματίσει δικογραφία, την οποία θα εισαγάγει στο οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο με πρόταση. Σε περίπτωση που η αίτηση είναι αστήρικτη στο νόμο ή πρόδηλα αβάσιμη κατ’ ουσίαν, την απορρίπτει με αιτιολογημένη διάταξη.

6. Αντίγραφο της αίτησης ή αγωγής κοινοποιείται αμέσως, με μέριμνα της γραμματείας του δικαστηρίου, στον εισαγγελέα. Τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη, στα οποία περιλαμβάνονται οπωσδήποτε οι γονείς του ανηλίκου κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, ειδοποιούνται αμέσως με κλήση του δικαστηρίου, με μέριμνα της γραμματείας, να προσέλθουν να λάβουν γνώση της δικογραφίας. Επίδοση της αίτησης με επιμέλεια του αιτούντος ή κάθε ενδιαφερομένου, κατά τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας δεν αποκλείεται. Τα μέρη θεωρούνται νομίμως κλητευθέντα εάν έχουν κλητευθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο ένα (1) μήνα πριν από την δικάσιμο.

7. Ο εισαγγελέας, όταν λάβει την αίτηση, ενεργεί προκαταρκτική εξέταση και σχηματίζει δικογραφία. Η προκαταρκτική εξέταση περιλαμβάνει εξέταση των αιτούντων ή εναγόντων, κάθε προσώπου που θα προτείνουν αυτοί, ανωμοτί εξέταση του ανηλίκου στο οποίο αφορά η αίτηση, καθώς και, εάν προκύψει ανάγκη ή εάν προταθεί τεκμηριωμένα από τους διαδίκους, παιδοψυχιατρική εξέταση του ανηλίκου και γνωμάτευση, ή έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας. Επίσης, ο εισαγγελέας διαλαμβάνει στην δικογραφία συνοπτική αναφορά στις προγενέστερες υποθέσεις για το συγκεκριμένο ανήλικο και για τα πρόσωπα που σχετίζονται με αυτό, όπως αυτές τηρούνται στο αρχείο της εισαγγελίας, τις σχετικές διατάξεις ή αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου ή άλλων δικαστηρίων που υπάρχουν στο αρχείο, καθώς και τα κατά την κρίση του σπουδαιότερα σχετικά έγγραφα.

8. Επτά (7) εργάσιμες ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο, ο εισαγγελέας καταθέτει στην γραμματεία του δικαστηρίου πρόταση με την δικογραφία που σχηματίστηκε. Οι διάδικοι δικαιούνται να λάβουν αντίγραφα της δικογραφίας. Εάν δεν κατατεθεί πρόταση του εισαγγελέα και δικογραφία, η συζήτηση αναβάλλεται. Αναβολή για τον λόγο αυτό μπορεί να δοθεί μόνο μία φορά.

9. Η συζήτηση γίνεται ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου, παρουσία του εισαγγελέα. Η δημοσιότητα μπορεί να αποκλειστεί με αιτιολογημένη διάταξη του δικαστηρίου, εάν τα οικογενειακά ζητήματα που πρόκειται να εκτεθούν είναι ευαίσθητα και δεν κρίνεται σκόπιμη η δημοσιοποίησή τους, και συναινούν οι διάδικοι. Εάν δεν συναινούν οι διάδικοι και υποβληθεί αίτηση για αποκλεισμό της δημοσιότητας, διεξάγεται συζήτηση και το δικαστήριο αποφαίνεται αιτιολογημένα, μετά από πρόταση του εισαγγελέα. Κατά την συζήτηση παρίστανται οι γονείς του ανηλίκου, ο συμπαραστάτης επιμέλειας, εφόσον έχει οριστεί τέτοιος, ο αιτών ή ο ενάγων και ο καθού η αίτηση ή η αγωγή, καθώς και κάθε πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση του δικαστηρίου, έχει άμεση σχέση με την υπόθεση και έχει κλητευθεί. Πρόσωπο για το οποίο υποβάλλεται ένσταση ότι δεν σχετίζεται άμεσα με την υπόθεση μπορεί να αποβληθεί της διαδικασίας, με αιτιολογημένη διάταξη του δικαστηρίου, που λαμβάνεται μετά από συζήτηση, κατά την οποία ακούγονται όλα τα μέρη, και πρόταση του εισαγγελέα. Οι γονείς του ανηλίκου, ο αιτών και ο καθού η αίτηση ή η αγωγή παρίστανται υποχρεωτικά με δικηγόρο. Εάν δεν υπάρχει δικηγόρος, το δικαστήριο διορίζει αυτεπαγγέλτως δικηγόρο, στον οποίο δίδεται προθεσμία τριών (3) ημερών για την μελέτη της δικογραφίας, οπότε η συζήτηση διακόπτεται κατά τρεις (3) ημέρες. Κατά την συζήτηση εξετάζονται υποχρεωτικά οι γονείς του ανηλίκου, ο αιτών ή ο ενάγων και ο καθού η αίτηση ή η αγωγή. Οι παραπάνω και ο εισαγγελέας μπορούν να προτείνουν μάρτυρες. Το δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει τουλάχιστον ένα (1) για κάθε μέρος. Οι προτεινόμενοι μάρτυρες εισέρχονται στην αίθουσα για την εξέτασή τους και αμέσως μετά αποχωρούν.

10. Για την συζήτηση κρατούνται πρακτικά. Σε διαφορές της παρ. 1 περ. (α), πριν την συζήτηση επί της ουσίας της υπόθεσης, το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο καλεί τους γονείς ή τους ασκούντες την επιμέλεια του ανηλίκου να συζητήσουν και να συναινέσουν σε μια κοινά αποδεκτή λύση και, σε αποτυχία της διαδικασίας αυτής, για οποιοδήποτε λόγο, προχωρά στην συζήτηση της υπόθεσης και στην έκδοση απόφασης. Η παραπάνω πρόσκληση δεν είναι αναγκαία εάν η αίτηση ή η αγωγή κατατίθεται από κοινού από τους γονείς ή τους ασκούντες την επιμέλεια του ανηλίκου ή κατά των γονέων ή των ασκούντων την επιμέλεια του ανηλίκου. Η σχετική κλήση του δικαστή και οι θέσεις που θα λάβουν οι διάδικοι, καθώς και η συζήτηση που θα διεξαχθεί σχετικώς και η διαπίστωση της αποτυχίας, γράφονται στα πρακτικά. Οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους δικαιούνται να ζητήσουν να γραφτούν στα πρακτικά αιτήσεις ή δηλώσεις, τις οποίες υπαγορεύουν ή παραδίδουν γραπτώς. Τα πρακτικά συντάσσονται σε πρόχειρο και κατατίθενται στην γραμματεία δύο (2) εργάσιμες μέρες μετά την δικάσιμο, όπου μπορούν να λάβουν γνώση όσοι μετείχαν της διαδικασίας. Με το σημείωμα και τις αντικρούσεις τους οι μετέχοντες στην διαδικασία μπορούν να υποβάλουν απόψεις και αιτήματα για την διόρθωση ή συμπλήρωση των πρακτικών. Το δικαστήριο διαμορφώνει και υπογράφει τα πρακτικά λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις των μετεχόντων στην διαδικασία.

11. Τρεις (3) εργάσιμες ημέρες μετά την συζήτηση, οι συμμετέχοντες στην διαδικασία υποβάλλουν σημείωμα με τις απόψεις τους και τον σχολιασμό της αποδεικτικής διαδικασίας, στο οποίο επισυνάπτουν όλα τους τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα, τα οποία πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να αριθμούνται και να προσδιορίζονται επαρκώς στο σημείωμα. Οι εκατέρωθεν αντικρούσεις, συντεταγμένες κατά τον ίδιο τρόπο όπως το σημείωμα, συμπληρώνονται μέχρι την 12η ώρα της πέμπτης (5ης) εργάσιμης μέρας μετά την δικάσιμο.

12. Ο δικαστής του διαιτητικού δικαστηρίου, στις υποθέσεις της παρ. 1, περ. (α) και (γ), πριν την έκδοση απόφασης, οφείλει να επικοινωνήσει με το αφορώμενο ανήλικο. Στις υποθέσεις της παρ. 1, περ. (β) και (ζ) επικοινωνεί με το ανήλικο εάν, κατά την κρίση του, αυτό έχει ωριμότητα ώστε να μπορεί να σχηματίσει γνώμη για τα σχετικά ζητήματα. Η επικοινωνία μπορεί να γίνει, κατά την κρίση του δικαστή, την ίδια μέρα της ακρόασης ή σε επόμενη, σε τόπο και χρόνο που θα γραφτεί στα πρακτικά. Το δικαστήριο καλεί, με διάταξη που κοινοποιείται με μέριμνα της γραμματείας, τους γονείς ή τον γονέα ή τον τρίτο με τον οποίο διαμένει το ανήλικο να το παρουσιάσουν για την επικοινωνία. Κατά την επικοινωνία δεν παρίσταται άλλο πρόσωπο, εκτός αν ο δικαστής κρίνει διαφορετικά. Για το περιεχόμενο της συνομιλίας συντάσσεται έκθεση.

13. Ο δικαστής μπορεί να καλέσει τους διαδίκους και τα λοιπά συμμετέχοντα στην υπόθεση πρόσωπα σε ειδική ακρόαση, για την διευκρίνιση κενών ή ειδικών ζητημάτων που θα προκύψουν κατά την εξέταση του φακέλου. Η κλήση για την ακρόαση κοινοποιείται, με μέριμνα της γραμματείας του δικαστηρίου, τουλάχιστον τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν την ακρόαση.

14. Η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου εκδίδεται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την συζήτηση ή την ειδική ακρόαση, και κοινοποιείται αμελλητί, με μέριμνα της γραμματείας στα συμμετέχοντα μέρη και στον εισαγγελέα, αμέσως μετά την έκδοσή της. Επίδοσή της και από τα συμμετέχοντα μέρη, με τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας, δεν αποκλείεται.

15. Η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Την εκτέλεσή της μπορεί να επιμεληθεί οποιοδήποτε από τα συμμετέχοντα μέρη, οπότε εφαρμόζονται οι κανόνες της πολιτικής δικονομίας. Για κάθε πράξη εκτέλεσης της απόφασης ενημερώνεται ο εισαγγελέας από τα δημόσια όργανα που συμμετείχαν σ’ αυτήν. Ο εισαγγελέας, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει τα αρμόδια όργανα για την εκτέλεση της απόφασης.

16. Κατά των αποφάσεων αυτών οποιοσδήποτε από τους γονείς ή τους συμμετέχοντες στην διαδικασία, καθώς και ο εισαγγελέας, αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση οποιουδήποτε, μπορεί να ασκήσει προσφυγή στο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο, σε διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον προσφεύγοντα.

17. Η προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.

18. Το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο, σε ειδική συνεδρίαση, με αίτηση του προσφεύγοντα ή του εισαγγελέα, μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση της απόφασης του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου, μόνο εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή, της οποίας πιθανολογείται η ευδοκίμηση, εφόσον υπάρχουν σπουδαίος λόγος και επείγουσα περίσταση για την μη εκτέλεση της απόφασης, και εφόσον η μη εκτέλεση δεν αντιβαίνει στο συμφέρον του παιδιού. Η αναστολή ισχύει μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προσφυγής.

19. Ο πρόεδρος του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου μπορεί, με αίτηση του προσφεύγοντα ή του εισαγγελέα, να απαγορεύσει με προσωρινή διάταξή του, συνοπτικά αιτιολογημένη, την εκτέλεση της απόφασης του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου μέχρι να συζητηθεί η αίτηση αναστολής του προσφεύγοντα στο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο.

20. Ο εισαγγελέας κρατεί αρχείο υποθέσεων και αποφάσεων του διαιτητικού δικαστηρίου και του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου. Στο αρχείο αυτό φυλάσσονται οι αποφάσεις, οι αιτήσεις, τα πρακτικά και τα υπομνήματα και οι αντικρούσεις των διαδίκων, οι καθώς και τα σπουδαιότερα, κατά την κρίση του εισαγγελέα, έγγραφα μιας υπόθεσης. Κάθε δικογραφία συνοδεύεται από περίληψη, στην οποία καταγράφονται το όνοματεπώνυμο του ανηλίκου και η χρονολογία γέννησής του, οι γονείς του ανηλίκου, οι διάδικοι, οι δικηγόροι τους, αυτός που κίνησε ή αυτοί που κίνησαν την διαδικασία, αυτοί που συμμετείχαν σ’ αυτήν, η πρόταση του εισαγγελέα, το διατακτικό της απόφασης του δικαστηρίου και οτιδήποτε άλλο κρίνεται χρήσιμο να περιληφθεί σ’ αυτήν. Κάθε υπόθεση θεωρείται σχετική με το ανήλικο στο οποίο αφορά, τους γονείς του και τα λοιπά πρόσωπα που ασκούν επιμέλεια του ανηλίκου, και περίληψή της προσκομίζεται σε κάθε δικογραφία στην οποία αφορά τα παραπάνω άτομα.

681Γ.

1. Το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο συγκροτείται από ένα πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες και τον γραμματέα. Συνεδριάζει παρουσία του εισαγγελέα. Για την ενώπιόν του διαδικασία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου.

2. Υποθέσεις που αφορούν στην αλλαγή του καθεστώτος επιμέλειας του ανηλίκου εισάγονται απευθείας στο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο. Στις αποφάσεις που εκδίδονται στις περιπτώσεις αυτές, επιτρέπεται έφεση μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης σ’ αυτόν που ασκεί την έφεση. Σε άσκηση έφεσης δικαιούνται οι γονείς του ανηλίκου, ο συμπαραστάτης επιμέλειας του ανηλίκου, ο εισαγγελέας, αυτός από τον οποίο αφαιρείται η επιμέλεια και αυτός στον οποίο ανατίθεται, αν είχε συμμετάσχει στην διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση και δεν έχει συναινέσει στην ανάθεση της επιμέλειας σ’ αυτόν. Αν δεν κλήθηκε και δεν συμμετείχε στην διαδικασία στην οποία εκδόθηκε η απόφαση, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον ασκεί ανακοπή ενώπιον του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου. Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου δικάζονται από το τριμελές οικογενειακό εφετείο. Το τριμελές οικογενειακό εφετείο συγκροτείται από τον πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες και τον γραμματέα, συνεδριάζει, δε, παρουσία του εισαγγελέα εφετών, με την διαδικασία του προηγουμένου άρθρου, εφαρμοζόμενη αναλόγως.

3. Το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο δικάζει, επίσης, προσφυγές κατά των αποφάσεων του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου. Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί προσφυγών κατά αποφάσεων του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο αναίρεση.

4. Αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ έφεση στις περιπτώσεις της παρ. 2 και κατόπιν προσφυγής στις περιπτώσεις της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, ασκούνται σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της προσβαλλομένης απόφασης σ’ αυτόν που την ασκεί. Στις περιπτώσεις της παρ. 2, σε άσκηση αναίρεσης δικαιούνται οι γονείς του ανηλίκου, ο συμπαραστάτης επιμέλειας του ανηλίκου, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, αυτός από τον οποίο αφαιρείται η επιμέλεια και αυτός στον οποίο ανατίθεται, αν είχε συμμετάσχει στην διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση και δεν έχει συναινέσει στην ανάθεση της επιμέλειας σ’ αυτόν. Στις άλλες περιπτώσεις, σε άσκηση αναίρεσης δικαιούνται οι διάδικοι της δίκης ενώπιον του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου.

5. Οι αιτήσεις αναιρέσεως κατά το παρόν άρθρο δικάζονται από ειδική τριμελή σύνθεση του Αρείου Πάγου, με την συμμετοχή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος υποβάλλει πρόταση. Η διαδικασία το προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως. Ο Άρειος Πάγος μπορεί να επανεξετάσει την ουσία της υπόθεσης μόνον εάν, μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, έχουν μεσολαβήσει νεότερα περιστατικά τέτοιας σημασίας, ώστε η επανεξέταση της ουσίας να επιβάλλεται από λόγους δημοσίας τάξεως.

------------------

Βιβλίο ΠΕΜΠΤΟ – Ασφαλιστικά μέτρα

Κεφάλαιο ΕΒΔΟΜΟ: Προσωπική ρύθμιση κατάστασης

735Α. Στις περιπτώσεις του άρθρου 681Β περ. 1 (α), όταν υπάρχει περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή κινδύνου για το παιδί και τα συμφέροντά του, το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο, ο εισαγγελέας ή το οικογενειακό δικαστήριο μπορούν, με αιτιολογημένη διάταξη ή απόφασή τους, να διατάξουν προσωρινά μέτρα, και ιδίως να ρυθμίσουν με αποφάσεις τους την κατάσταση της επιμέλειας, μέχρι να κριθεί το ζήτημα από το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο.

Ο πρόεδρος του οικογενειακού διαιτητικού δικαστηρίου, ο εισαγγελέας και ο πρόεδρος του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου μπορούν και αυτεπαγγέλτως, εφόσον συντρέχει επείγουσα περίπτωση επικειμένου κινδύνου, να ρυθμίσουν τα πλέον επείγοντα ζητήματα με συνοπτικά αιτιολογημένη προσωρινή διάταξή τους, εισάγοντας ταυτόχρονα την υπόθεση προς συζήτηση στο αρμόδιο δικαστήριο για την λήψη προσωρινών μέτρων σε δικάσιμο, η οποία δεν μπορεί να απέχει διάστημα μεγαλύτερο του ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της προσωρινής διάταξης.

Η προσωρινή διάταξη οποιουδήποτε από τους τρεις συναρμόδιους, κατά τα παραπάνω, κοινοποιείται υπηρεσιακώς παραχρήμα στους άλλους δύο, οι οποίοι, και αν έχει κατατεθεί αίτηση ενώπιόν τους, οφείλουν να απέχουν τυχόν εκκρεμούς ενώπιόν τους αιτήσεως, μέχρι να επιληφθεί το αρμόδιο δικαστήριο. Σε περίπτωση προσφυγής κατά προσωρινής διατάξεως, καθώς και στην περίπτωση που για την ίδια υπόθεση έχουν ήδη εκδοθεί δύο οι τρεις διατάξεις, με διαφορετικό μεταξύ τους περιεχόμενο, οι τρεις συναρμόδιοι διασκέπτονται και εκδίδουν νέα, κοινή διάταξη. Για την έκδοση της νέας διάταξης μπορούν, κατά την κρίση τους, να διατάξουν ακρόαση των ενδιαφερομένων μερών και του ανήλικου στο οποίο αφορά η διάταξη.

Αρμόδιο δικαστήριο για την λήψη προσωρινών μέτρων είναι το οικογενειακό διαιτητικό δικαστήριο, εκτός από τις περιπτώσεις που εισάγεται ταυτόχρονα και αίτημα αλλαγής καθεστώτος επιμέλειας, οπότε αρμόδιο είναι το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο.

Το αρμόδιο δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι η υπόθεση είναι ώριμη προς τούτο, έχει το δικαίωμα, με σύμφωνη πρόταση του εισαγγελέα, και εφόσον έχει τηρηθεί η αντίστοιχη διαδικασία, αντί για απόφαση προσωρινών μέτρων, να εκδώσει οριστική απόφαση.

Εκτυπώθηκε με την συνεργασία της επιχείρησης εκτυπώσεων του Ερρίκου Συνοδινού («Αλφα – Θητα – Μι Α.Ε.», 23ο χλμ. Ε.Ο. Αθηνών – Λαμίας, Άγιος Στέφανος Αττικής), και του γραφίστα Άκη Πότσιου (e-mail: zouas@otenet.gr).


[1]Ο Σύλλογος Για την Αντρική και Πατρική Αξιοπρέπεια (ΣΥ.Γ.Α.Π.Α.) έχει ιδρυθεί, κατά το πρότυπο μη κυβερνητικής οργάνωσης, για την μελέτη και αντιμετώπιση των προβλημάτων στην οικογένεια, από την πλευρά, κατά κύριο λόγο, του πατέρα, αλλά και κάθε μέλους της οικογένειας, του οποίου παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα.

Προσανατολισμένος σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ισότητας, δικαιοσύνης και αποτελεσματικής διαχείρισης των κρίσεων, συγκεντρώνει την πείρα των πολυαρίθμων μελών του, και έχει δραστηριοποιηθεί με ομάδες εργασίας, συζήτησης (μέσω INTERNET, αλλά και με τακτικές συγκεντρώσεις των μελών του), με ακτιβιστικές παρεμβάσεις, με αποστολή παρατηρητών και παρεμβάσεις στα δικαστήρια, στην αντιμετώπιση των συγκεκριμένων και επειγόντων προβλημάτων των μελών του.

Παράλληλα, έχει επεξεργαστεί προτάσεις για την αναμόρφωση του συστήματος του οικογενειακού δικαίου, ιδίως στα ζητήματα της διατήρησης της πραγματικής σχέσης του παιδιού με τους γονείς του, πατέρα και μητέρα, μετά την λύση της συμβίωσης των τελευταίων.

Στην ιστοσελίδα του (http://www.sos-sygapa.eu ) εμφανίζεται μεγάλος όγκος δημοσιευμάτων, απόψεων, άρθρων, βιβλιογραφίας κ.τ.λ. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η συμβολή του στην εισαγωγή στην Ελλάδα της άγνωστης, μέχρι πρότινος, έννοιας του «Συνδρόμου Γονικής Αποξένωσης» (Parental Alienation Syndrome, συντομογραφικά PAS).

[2] Τα στοιχεία επικοινωνίας του Κέντρου Δικανικών Μελετών περιλαμβάνονται στην πρόσκληση που διανεμήθηκε (βλ. σελ. 2).

Τα στοιχεία του Εισηγητή είναι: Κωστής Δεμερτζής, δικηγόρος, Ελευθερίου Βενιζέλου 5, Τ.Τ. 14122, Νέο Ηράκλειο, τηλ. 210.2841850, Δ/ση γραφείου: Εμμανουήλ Μπενάκη 76, Τ.Τ. 106 81 Αθήνα, 2ος ορ., τηλ. 210.3840800, φαξ: 210.38408331, κιν. 6973337780, e-mail: cos_dem@otenet.gr , cos_dem@yahoo.gr

[3] Έτσι, σε πρόσφατη εφετειακή απόφαση, διαβάζουμε: «Το ανήλικο είναι μαθητής της Ε΄ τάξης του δημοτικού σχολείου και παρακολουθεί μαθήματα Αγγλικής στο Βρετανικό Συμβούλιο, με ετήσια δίδακτρα 900 ευρώ, δηλ. 100 ευρώ -κατά μέσο όρο- το μήνα, ως και ιδιαίτερα μαθήματα Γαλλικής γλώσσας με μηνιαία δίδακτρα 150 ευρώ. Ακόμη αθλείται στο ποδόσφαιρο με 50 ευρώ το μήνα, παρακολουθεί μαθήματα πιάνου με 30 ευρώ το μήνα και ασκείται στο σκάκι, με 20 ευρώ το μήνα … Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις η κατά μήνα διατροφή για το ανήλικο τέκνο τους πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 1.200 ευρώ». 1.200 ευρώ για έναν μαθητή της Ε΄ Δημοτικού, όταν, με βάση την εισήγηση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για μια αξιοπρεπή διαβίωση μιας οικογένειας με τρία παιδιά, είναι τα 990 ευρώ. Προβληματικά είναι και τα εν γένει μαθηματικά της εν λόγω απόφασης: ο χρόνος έχει 12 μήνες, άρα 900 ευρώ τον χρόνο δια των 12 μηνών, δεν μας κάνει 100 ευρώ το μήνα.

[4] Λ.χ. την κατανομή της άσκησης της γονικής μέριμνας, κατά το άρθρο 1513 παρ. 1 εδ. τελευταίο Α.Κ.

[5] Στην Ελλάδα, o ΣΥ.Γ.Α.Π.Α., πρώτη, πρωτοπόρα και μοναδική οργάνωση – και με στενές σχέσεις επικοινωνίας με ανάλογες οργανώσεις του εξωτερικού- που δίνει στον χώρο σημαντική ιδεολογική πολυχρωμία, όχι ασύμβατη, πιστεύω, με τον προορισμό ενός κοινωνικού κινήματος, το οποίο έχει ως κύριο σκοπό την ανάπτυξη δράσης, την αμοιβαία ενημέρωση και την ανάπτυξη, ανταλλαγή και συνεισφορά ιδεών.

[6] Είναι σκόπιμο να τεθεί ως πρώτο κεφάλαιο του οικογενειακού δικαίου, η γενική ρύθμιση της προστασίας των οικογενειακών σχέσεων. Ο (ήσσονος σημασίας, σήμερα) θεσμός της μνηστείας μπορεί να ρυθμιστεί αμέσως μετά.

[7] άλλως: 59Α

Δεν υπάρχουν σχόλια: