16 Ιαν 2008

Η εξαφάνιση της Δικαιοσύνης

Τέλη ΙΘ' αιώνα. Κάθε Αρμένιος νιώθει βαθιά μέσα του την απουσία της Δικαιοσύνης. Ο νεαρός μελετητής και συγγραφέας Βρτανές Παπαζιάν αντιλαμβάνεται ότι δεν πρόκειται για μια απλή απουσία. Αναζητά να βρει έστω και τη μορφή της Δικαιοσύνης μέσα στα βιβλία και τελικά τη συναντά στην ελληνική μυθολογία, ως Θέμιδα. Και τότε συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για μια εξαφάνιση. Με την πένα του στο χέρι και με το πείσμα και την επιμονή που τον διακατέχει, συνεχίζει την αναζήτηση αυτή, την οποία και διατυπώνει σε όλα του τα κείμενα. Μάιος 1995. Ογδόντα χρόνια μετά τη γενοκτονία. Έρημος της Συρίας. Αφετηρία μας το Χαλέπι. Διασχίζουμε την έρημο, παράλληλα με τον Ευφράτη. Προορισμός μας οι τόποι της σφαγής του 1915-1916. Ντερ-Ιορ, Μαρκαντέ. Διανύουμε την απέραντη σιωπή και τη σπάμε. Χιλιάδες Αρμένιοι της διασποράς, απ' όλες τις άκρες της γης. Φοράμε άνετα ρούχα, παπούτσια, γυαλιά ηλίου. Έχουμε μαζί μας νερό και λιχουδιές. Μεταφερόμαστε με πολυτελή λεωφορεία, που έχουν κλιματισμό και άνετες πολυθρόνες. Μετακινούμαστε με τη θέλησή μας. Μια σκέψη -ότι οι ανέσεις αυτές δεν είναι αυτονόητες- με οδηγεί αμέσως σε μιαν άλλη -ότι η ύπαρξή μας γενικότερα δεν είναι αυτονόητη. Υπάρχουμε. Γιατί η γενοκτονία απέτυχε. Να πενθήσω τους 1.500.000 νεκρούς της ή να χαρώ για την αποτυχία της;

ΜΙΑ ΜΕΡΑ, Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ εξαφανίστηκε. Όχι, δεν ήταν η πρώτη φορά. Η Δικαιοσύνη χανόταν τακτικά.

Έχοντας απαυδήσει από τις ενοχλήσεις και τα στριμώγματα στις σκοτεινές γωνιές των δρόμων, αλλά και από τις πιέσεις και τους εκβιασμούς που δεχόταν συνέχεια από κάποια άτομα, αναζητούσε συχνά καταφύγιο στα βουνά και κρυβόταν στα πιο απίθανα σημεία. Μα κάθε φορά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την έβρισκαν, την αιχμαλώτιζαν, την έχωναν κακήν κακώς σ' ένα κλουβί ή σε κάποιο σεντούκι και την έφερναν πίσω. Την κρατούσαν αποκλεισμένη, μέσα στη σιωπή, και την είχαν για να τη δείχνουν και να ξεγελάνε τον κόσμο, ενώ συνέχιζαν να την ταλαιπωρούν και να τη μεταχειρίζονται όπως τους βόλευε. Τη βασάνιζαν.

Αυτή τη φορά όμως -άγνωστο πώς- η Δικαιοσύνη κατάφερε να εξαφανιστεί για τα καλά. Τόσο καλά κρύφτηκε, που ακόμα και με προσευχές ή τάματα, διά της βίας ή με εξαγορά στάθηκε αδύνατο να τη βρουν.

Η αναστάτωση ήταν μεγάλη -δύσκολη, βλέπεις, η ζωή με την παντελή απουσία της Δικαιοσύνης. Μετά την εξαφάνισή της πολλαπλασιάστηκαν οι διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις, καθώς και οι διάφορες βρωμιές όπως η Υποκρισία, η Αδικία, ο Υπόκοσμος και άλλες δηλητηριώδεις οντότητες, που τόσο καλά ήξερε να αντιμετωπίζει η Δικαιοσύνη.

Βγήκε τότε και είπε ότι θα φέρει τη Δικαιοσύνη κάποιος φημισμένος πολεμοχαρής άρχοντας, καβάλα στ' άλογό του. Μάζεψε στρατό μεγάλο, αμέτρητα όπλα και πυρομαχικά, και είπε πως θα τη βρει, σε όποια τρύπα κι αν είχε χωθεί, και -με το καλό ή με το άγριο- να την ξαναφέρει πίσω. Με αυτή τη δικαιολογία, λοιπόν, ποδοπάτησε πόλεις και χωριά, πότισε με αίμα βουνά και πεδιάδες, έσφαξε ανθρώπους, γκρέμισε σπίτια, έκανε τον κόσμο άνω κάτω και συνέχισε το δρόμο του λέγοντας πως με αυτό τον τρόπο θα πετύχαινε τη Δικαιοσύνη, κι άφηνε πίσω του φωτιές και συντρίμμια.

Κατόπιν στο κυνήγι της Δικαιοσύνης βγήκε ένας μεγιστάνας του πλούτου, με μεγάλο όνομα και θησαυροφυλάκιο. Φόρτωσε στις μεγάλες άμαξές του χρυσό κι ασήμι, κοσμήματα και πολύτιμες πέτρες, σίγουρος ότι με τέτοιο αντάλλαγμα θα γινόταν δική του. Μάλιστα, λένε πως πήρε μαζί του και μερικές πολύ όμορφες γυναίκες, στολισμένες με κοσμήματα και με διαμάντια, μπας και βλέποντάς τες η Δικαιοσύνη ζήλευε κι έβγαινε από την κρυψώνα της, γυρεύοντας κι αυτή να στολιστεί.

"Τα βλέπετε;" επέμενε ο πλούσιος. "Με τα διαμάντια μου θα δελεάσω τη Δικαιοσύνη, με το χρυσάφι μου θα την εξαγοράσω και βουτηγμένη στη χλιδή θα σας τη φέρω". Έτσι, λοιπόν, με έπαρση και αυτοπεποίθηση, κίνησαν η βία και ο πλούτος να βρουν τη Δικαιοσύνη. Κι ακόμη πηγαίνουν. Ας πηγαίνουν... Μα τι ήταν άραγε εκείνος ο κακομοίρης που, ντυμένος με κάτι παλιόρουχα και κουβαλώντας βαθιές ρυτίδες στο κούτελό του, βάλθηκε να βρει τη Δικαιοσύνη; Ο άρχοντας, μάλιστα! Είχε σπαθιά. Ο μεγιστάνας, εντάξει! Είχε χρυσάφι. Ετούτος δω, τι είχε; Με ποιον τρόπο πίστευε πως θα έβρισκε και θα 'φερνε πίσω τη Δικαιοσύνη; Ένας δυστυχισμένος ήτανε. Στο όνομα των απανταχού φτωχών και κατατρεγμένων, είχε μαζί του ένα μικρό, ασήμαντο πήλινο δοχείο, που το φύλαγε καλά στον κόρφο του. Και το πιο παράξενο ήταν ότι μέσα στο δοχείο είχε μαζέψει ένα πρωτάκουστο υγρό. Ένα μείγμα από δάκρυα που είχαν χύσει ορφανά, από αίμα που είχε κυλήσει σε σφαγές, από ιδρώτα ανθρώπων του μόχθου. Με λίγα λόγια, το είχε γεμίσει με όλη την πίκρα του κόσμου και πίστευε ότι μ' αυτό θα έκανε τη Δικαιοσύνη να έρθει πίσω! Πήρε τους δρόμους, λοιπόν, ο φτωχός και πήγαινε ολοένα και πιο μακριά. Πέρασε από μεγάλες πόλεις και μικρά χωριά, κατέβηκε από απότομες πλαγιές στις πεδιάδες κι ανέβηκε από δύσβατα μονοπάτια στα βουνά. Κάθε τρεις και λίγο στεκόταν, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και φώναζε:

"Δικαιοσύνη! Πού είσαι, Δικαιοσύνη;" Η Δικαιοσύνη, όμως, έμοιαζε να μην είναι πουθενά. Ούτε φαινόταν, ούτε ακουγόταν. Πεινασμένος, διψασμένος και ταλαιπωρημένος συνέχισε να περπατά ο δύστυχος από τη μια άκρη της γης στην άλλη, σφίγγοντας στο στήθος του το πήλινο δοχείο, που το ζεστό υγρό μέσα του είχε αρχίσει πια να βράζει και να τον ζεματάει. Η Δικαιοσύνη, όμως, φαίνεται πως δεν τον λυπότανε. Ούτε φωνή απ' τη μεριά της, ούτε ακρόαση.

Εξαντλημένος, κι έχοντας χάσει κάθε ελπίδα, σταμάτησε δίπλα σ' ένα βράχο, να σκεφτεί. Και σαν το καλοσκέφτηκε, έφτασε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε πια κανένα λόγο να γυρεύει τη Δικαιοσύνη, αφού αυτή δεν φαινόταν να την ενδιαφέρει καθόλου ο πόνος των αδικημένων. Τότε, με το μυαλό του θολωμένο από την κούραση και την απελπισία, έπιασε κλαίγοντας το δοχείο που τόσο καιρό κουβαλούσε μαζί του και το πέταξε με δύναμη πάνω στο βράχο ξεσπώντας:

"Εντάξει, λοιπόν, Δικαιοσύνη! Εξαφανίσου! Μάταια τόσο κλάματα και τόσος κόπος, τόση θλίψη και τόση στέρηση. Εσύ ούτε που νοιάζεσαι για τους αδικημένους". Το δοχείο είχε γίνει θρύψαλα. Κύλησε το υγρό από το βράχο ως κάτω και πότισε τη γη. Άστραψε τότε και μέσα από το βρεγμένο χώμα, σαν σε ξαφνική θύελλα, απλώθηκε τριγύρω καπνός και σκόνη. Κι ανάμεσα από τους καπνούς πετάχτηκε μια τρομερή μορφή, ένα γιγάντιο πνεύμα. Γονάτισε ο φτωχός φοβισμένος κι έπεσε με το πρόσωπο καταγής. "Σήκω!" είπε το πνεύμα με βαριά φωνή. "Σήκω και μη φοβάσαι!"

"Μα τι είσαι εσύ, γιγάντιο πνεύμα;" ρώτησε τρέμοντας ο φτωχός. "Εγώ; Εγώ είμαι η Διαμαρτυρία. Γεννήθηκα από το δάκρυ, από το αίμα, από τον ιδρώτα που μόλις έχυσες πάνω στη γη και από τις δικές σου φωνές της απόγνωσης, και είμαι αυτή που θα φέρει πάλι πίσω στον κόσμο τη χαμένη Δικαιοσύνη. Να, κοίτα..." Και άπλωσε το τεράστιο χέρι της προς την ανατολή, προς το ρόδινο ουρανό της αυγής, προς το πορφυρό σύννεφο που ταξίδευε εκείνη την ώρα, και έφερε κοντά της, με μια κίνηση όλο δύναμη αλλά και τρυφερότητα τη Δικαιοσύνη. "Για δες! Τώρα η Δικαιοσύνη δε δείχνει απλά σοβαρή, όπως πρώτα. Δείχνει πένθιμη και παραιτημένη. Και δεν κρατά μήτε τη ζυγαριά της, μήτε το σπαθί της. Και ούτε φοράει πια το μαντίλι που σκέπαζε τα μάτια της", σκέφτηκε μόλις την είδε ο φτωχός. "Έλα, Δικαιοσύνη", είπε η Διαμαρτυρία. "Σε κάλεσα εγώ, που γεννήθηκα από τη θλίψη και την πίκρα των αδικημένων! Έλα, και ας γίνει η φωνή μου το σπαθί και το ζύγι σου! Μόνο έλα!"

Μα η Δικαιοσύνη στάθηκε απόμακρα. Κοίταξε τον φτωχό κατάματα, κοίταξε με το θλιμμένο ύφος της και τη Διαμαρτυρία μέσα στα μάτια και είπε: "Όχι ακόμα... Ακόμα εσύ, Διαμαρτυρία, είσαι πολύ μικρή για να με φέρεις πίσω. Πήγαινε μάζεψε κι άλλα δάκρυα, κι άλλο αίμα, κι άλλον ιδρώτα! Μεγάλωσε κι απλώσου σαν τους ωκεανούς και υψώσου σαν τα βουνά. Και τότε... Τότε θα πάρω το σπαθί και το ζύγι μου και θα ξανάρθω στη γη". Αυτά είπε η Δικαιοσύνη και χάθηκε και πάλι πίσω απ' το σύννεφο. Από τότε είναι, λοιπόν, που ο πολεμοχαρής άρχοντας λέει πως θα φέρει τη Δικαιοσύνη με τα όπλα του κι ο πλούσιος με το χρυσάφι του. Από τότε όμως κι ο φτωχός, ζώντας μέσα στη δυστυχία του, με το δάκρυ, τον ιδρώτα και το αίμα των ανθρώπων, στάλα τη στάλα, μεγαλώνει τη Διαμαρτυρία, έτσι που αυτή να μπορέσει μια μέρα να φέρει πίσω στη γη τη Δικαιοσύνη

Δεν υπάρχουν σχόλια: