22 Φεβ 2014

«Η δίκη» του Φραντς Κάφκα. Κούντερα

Η Δίκη  WWW.SOS-SYGAPA.EU

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Der Prozeß
Η Δίκη
Kafka Der Prozess 1925.jpg
Το εξώφυλλο του βιβλίου κατά την πρώτη έκδοσή του το 1925
Πρωτότυπη έκδοση
ΣυγγραφέαςΦραντς Κάφκα
Είδοςφιλοσοφικό δυστοπικόμυθιστόρημα
ΕκδότηςVerlag die Schmiede
Γλώσσαγερμανικά
Πρώτη έκδοση1925
Η Δίκη (γερμανικάDer Prozeß) είναι τίτλος γερμανόφωνου μυθιστορήματος του Τσεχοεβραίου συγγραφέα Φραντς Κάφκα. Ξεκίνησε να γράφεται το 1914 και δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, το 1925, από το φίλο του Μαξ Μπροντ, παρά την επιθυμία του Κάφκανα καταστραφούν τα χειρόγραφα του ημιτελούς του έργου.

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ο τραπεζοϋπάλληλος Γιόζεφ Κ. (το επώνυμο δεν αναφέρεται ποτέ), ένας συνηθισμένος άνθρωπος ανίκανος για οποιαδήποτε έξαρση, στη ζωή του οποίου δεν συμβαίνει τίποτα το εξαιρετικό.
Ξαφνικά η ισορροπία της ζωής του ανατρέπεται όταν δύο άγνωστοι χτυπούν την πόρτα του και του ανακοινώνουν ότι ήρθαν να τον οδηγήσουν στον ανακριτή. Σίγουρα πρόκειται για παρεξήγηση, είναι αδύνατον να έχει κάνει κάτι κακό ο Γιόζεφ Κ. Μετά την ανάκριση αφήνεται προσωρινά ελεύθερος, ωστόσο έχει χάσει πια την ηρεμία του. Δεν τον έχουν κατηγορήσει φανερά για τίποτα, όμως έχει την αίσθηση ότι τον θεωρούν ένοχο.
Όταν μετά από λίγες μέρες τον καλούν και πάλι για ανάκριση, ο Γιόζεφ Κ. βρίσκεται σε μια τεράστια μουντή αίθουσα δικαστηρίου, αντιμέτωπος με μία ομάδα από γέρους δικαστές που τον τυρρανούν με τις ερωτήσεις τους. Απόλυτα βέβαιος για την αθωότητά του προσπαθεί με όσες δυνάμεις διαθέτει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, και φεύγει από το δικαστήριο με την εντύπωση ότι τους έχει πείσει.
Είναι αδύνατον πια να νιώσει ήσυχος και πιστεύει ότι ένας δικηγόρος θα μπορούσε να αποδείξει ότι είναι άσχετος με την κατηγορία την οποία ακόμη δεν γνωρίζει. Όμως ο δικηγόρος, όργανο της εξουσίας ο ίδιος, σπρώχνει τον Γιόζεφ Κ. βαθύτερα στο λαβύρινθο που έχει μπλεχτεί. Αναζητά τότε τη βοήθεια ενός φίλου του ζωγράφου αλλά επικαλείται κι έναν ιερέα μήπως θα μπορούσαν λόγω της ιδιότητάς τους να επηρεάσουν ευνοϊκά τους δικαστές. Μάταια όμως.
Ούτε η επιστήμη, ούτε η τέχνη, ούτε η θρησκεία μπορούν να τον βοηθήσουν. Ολόκληρο το περιβάλλον του, ολόκληρος ο κόσμος γίνεται προέκταση του δικαστηρίου. Στον κάθε συμπολίτη του βλέπει κι έναν δικαστή, στο κάθε βλέμμα και μια κατηγορία. Αρχίζει να πιστεύει πως όλοι τον κατασκοπεύουν, ψάχνοντας να βρουν ακόμη και στις πιο απλές πράξεις του αποδείξεις ενοχής. Σιγά σιγά βεβαιώνεται πως η δίκη ήδη γίνεται, με κατηγορούμενο τον ίδιο, για ένα έγκλημα που δεν γνωρίζει. Βλέποντας πως καμία προσπάθειά του δεν καρποφορεί, περιμένει υπομονετικά τη μέρα που θα μάθει την ποινή που θα του επιβάλουν.
Ένα βράδυ δύο μαυροντυμένοι άνδρες του ζητούν να τους ακολουθήσει ως την άκρη της πόλης. Ανίκανος πια να καταλάβει αλλά και να αντιδράσει, ο Γιόζεφ Κ. τους ακολουθεί σ' ένα έρημο λατομείο, για να εκτελεστεί σε λίγο ψυχρά και απάνθρωπα με μια μαχαιριά στο στήθος.

Το μήνυμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δίκη και η καταδίκη του Γιόζεφ Κ. για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε ή τουλάχιστον που δεν γνώριζε ότι διέπραξε, είναι μια ανοιχτή κριτική του συγγραφέα στη δύναμη της εξουσίας, αυτής που δίνει την αίσθηση στον κάθε πολίτη ότι όλα είναι πιο δυνατά απ' αυτόν και ότι κάθε αντίσταση είναι περιττή. Όπως ο Γιόζεφ Κ. έτσι κι ο κάθε άνθρωπος αφήνεται να παρασυρθεί από την εξουσία που τον απογυμνώνει από τα δικαιώματά του, του στερεί τη διάθεση για αντίσταση, αχρηστεύει κάθε νόμο και στο τέλος τον συνθλίβει.
Λογοτεχνικά Η Δίκη είναι ένα αρκετά "δύσκολο" έργο, σε πολλά δε σημεία του δείχνει ακατανόητο. Με βάση το βιβλίο γυρίστηκαν αργότερα και δύο ταινίες: Το 1962 από τον Όρσον Ουέλς με τον αγγλικό τίτλο The Trial και με πρωταγωνιστή τον Άντονι Πέρκινς και το 1993 με τον ίδιο τίτλο από τον Ντέιβιντ Χιουζ και με πρωταγωνιστή τον Άντονι Χόπκινς.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97_%CE%94%CE%AF%CE%BA%CE%B7

ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΟΥΝΤΕΡΑ:

Η υπόθεση: Δημοσιευμένη στη Γαλλία το 1933, «η δίκη» είναι η ιστορία του Γιόζεφ Κ. που ένα πρωί συλλαμβάνεται για ένα έγκλημα που αγνοεί και για το οποίο δεν πρόκειται να μάθει ποτέ τίποτα. Στο τέλος της δίκης του, δολοφονείται «σαν το σκυλί». 
WWW.SOS-SYGAPA.EU
Αναρίθμητες είναι οι σελίδες που έχουν γραφεί για τον Φραντς Κάφκα (Franz Kafka) που όμως (ίσως λόγω του αναρίθμητου των σελίδων αυτών) είναι ένας από τους λιγότερο κατανοημένους συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. 'Αρχισε να γράφει το γνωστότερο μυθιστόρημά του, τη «δίκη», το 1914. Αυτό είναι ακριβώς δέκα χρόνια μετά την δημοσίευση του «μανιφέστου των σουρεαλιστών»που ήταν τότε εντελώς ανίδεοι για την «υπερ-ρεαλιστική» φαντασία του Κάφκα, ενός άγνωστου συγγραφέα που τα κείμενά του εκδόθηκαν πολύ μετά τον θάνατό του.
Από αυτήν την άποψη είναι απολύτως κατανοητή η ιδιοτυπία των μυθιστορημάτων του στην ιστορία της λογοτεχνίας, μιας που τα κείμενα αυτά ήταν κρυμμένα και αφορούσαν μόνο τον συντάκτη τους. Μολοταύτα, παρά την απομόνωσή τους, οι πρώιμες αισθητικές τους καινοτομίες συνιστούσαν ένα λογοτεχνικό γεγονός που δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει, έστω κι εκ των υστέρων, την ιστορία της μυθιστοριογραφίας. «Χάρη στον Κάφκα κατανόησα πως ένα μυθιστόρημα μπορεί να γραφεί κι αλλιώς», μου είπε κάποτε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (GabrielGarcía Márquez).

Όπως είναι σαφές στη «δίκη», ο Κάφκα εξετάζει τους μυθιστορηματικούς του χαρακτήρες με έναν εντελώς ιδιόμορφο τρόπο: δεν λέει ούτε μια λέξη για το φυσικό παρουσιαστικό του Κ· τίποτα για τη ζωή του πριν τα γεγονότα που διαδραματίζονται στο μυθιστόρημα. Δεν μαθαίνουμε ποτέ το επίθετό του πέραν του πρώτου γράμματός του. Αντιθέτως, από την πρώτη παράγραφο της αφήγησής του ως την τελευταία σελίδα, επικεντρώνεται στην κατάσταση της ύπαρξής του.

«Η δίκη» περιγράφει την κατάσταση κάποιου που κατηγορείται για κάτι. Αρχικά όλα διαδραματίζονται με μάλλον κωμική διάθεση: δύο εντελώς συνηθισμένοι κύριοι εμφανίζονται ένα πρωί στο σπίτι του Κ. που βρίσκεται ακόμα στο κρεβάτι του, και κατά τη διάρκεια μιας μάλλον ευχάριστης συζήτησης του ανακοινώνουν πως είναι κατηγορούμενος και πως η διαλεύκανση της υπόθεσής του αναμένεται να διαρκέσει πάρα πολύ καιρό. Η όλη κατάσταση είναι παράλογη κι αστεία. Εξάλλου, όταν ο Κάφκα ανέγνωσε το κεφάλαιο αυτό για πρώτη φορά στους φίλους του, όλοι γέλασαν.

Ο συγγραφέας

Φραντς Κάφκα (1883-1924) Γεννημένος στην Πράγα από μια αστική εβραϊκή οικογένεια, ολοκληρώνει τις σπουδές του με ένα διδακτορικό στο δίκαιο. Σταδιοδρομεί στο χώρο των ασφαλίσεων και αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στη συγγραφή. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που είναι γραμμένο στα γερμανικά,θα εκδοθεί μετά θάνατον: είναι η περίπτωση της «Αμερικής», της «δίκης» και του «πύργου». Κι αυτό κατά παραβίαση της διαθήκης του, στην οποία ζητούσε να καούν όλα του τα χειρόγραφα.

Έγκλημα και τιμωρία; Επ' ουδενί! Η κατάσταση εδώ είναι εντελώς άσχετη με τη διάταξη του Ντοστογιέφσκι (Достое́вский). Κι όμως, στρατιές ολόκληρες από αναλυτές του Κάφκα επέμεναν πως αυτή είναι η κεντρική ιδέα της «δίκης». Ο πιστός φίλος του Κάφκα Μαξ Μπροντ (Max Brod) δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως ο Κ. είναι ένοχος για ένα βαρύτατο, αν και καλά κρυμμένο, αδίκημα: θεωρεί τον Κ. ένοχο για «Lieblosigkeit» (ανικανότητα να αγαπήσει)· παρομοίως, ο Έντουαρντ Γκολντστάκερ (Edouard Goldstücker), ένας άλλος διάσημος αναλυτής του Κάφκα, θεωρεί πως ο Κ. είναι ένοχος «διότι επέτρεψε την αυτοματοποίηση, την μηχανοποίηση, την αλλοτρίωση της ίδιας του της ζωής» και παραβίασε «το νόμο στον οποίο υπόκεινται όλοι οι άνθρωποι και ο οποίος επιτάσσει την ανθρωπιά». Ακόμα πιο συχνή (και πιο ανόητη) είναι μια άλλη ερμηνεία, που κατά κάποιον τρόπο «οργουελοποιεί» τον Κάφκα και σύμφωνα με την οποία ο Κ. διώκεται από εγκληματίες-πράκτορες ενός (πρώιμου) «ολοκληρωτικού» καθεστώτος, όπως π.χ. συμβαίνει στη διαβόητη κινηματογραφική απόδοση της «δίκης», από τον Όρσον Γουελς (Orson Wells), το 1962.

Ο Κ. όμως δεν είναι ούτε αθώος, ούτε ένοχος. Είναι ένας άνθρωπος ενοχοποιημένος, κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό. Φυλλομετρώ το λεξικό: το ρήμα «ενοχοποιώ» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 και ως ουσιαστικό («ενοχοποίηση») το 1968. Παρά την τόσο πρόσφατη δημιουργία αυτών των λέξεων, η παρουσία τους αποδεικνύει πως κάθε άνθρωπος είναι «ενοχοποιήσιμος», πως η ενοχοποίηση αποτελεί τμήμα της ανθρώπινης κατάστασης: φοβόμαστε -από καλοσύνη- μήπως πληγώσουμε τους αδύναμους, αλλά και δειλιάζουμε να συσχετισθούμε με τους ισχυρότερους από εμάς.

Ο Κάφκα ουδέποτε διατύπωσε αφηρημένες σκέψεις για τα ανθρώπινα προβλήματα· δεν του άρεσε να θεωρητικολογεί, να παριστάνει το φιλόσοφο. Δεν έμοιαζε στον Σαρτρ (Sartre) ή στον Καμί (Camus)· οι παρατηρήσεις του μετασχηματίζονταν αυτομάτως σε φαντασία, σε ποίηση: στην ποιηση της πρόζας.
 Ξέρετε ότι...
Αυτό το παράλογο εκ πρώτης όψεως μυθιστόρημα, ανέκαθεν προκαλούσε τις πιο ποικιλόμορφες ερμηνείες. Θεωρήθηκε διαδοχικά καταγγελία κατά της γραφειοκρατικής απανθρωποποίησης, κατηγορητήριο κατά του ολοκληρωτισμού, μεταφορά για τον αντισημιτισμό. «Η δίκη» πλέον αναγιγνώσκεται ολοένα και περισσότερο ως παράλογο χιούμορ ή σουρεαλιστικό κείμενο.
Μια ημέρα, ο Κ. προσκαλείται (ανώνυμα, τηλεφωνικά) να εμφανιστεί την επόμενη Κυριακή σε ένα σπίτι στα προάστια, προκειμένου να παρασταθεί σε μια μικρή έρευνα που τον αφορά. Προκειμένου να μην δημιουργήσει πρόβλημα στις διαδικασίες και να μην καθυστερεί χωρίς λόγο την ανάκριση, αποφασίζει να ανταποκριθεί στην πρόσκληση. Πηγαίνοντας στο ραντεβού, αν και δεν του έχει υποδειχθεί κάποια συγκεκριμένη ώρα, βιάζεται. Στην αρχή σκέφτεται να πάρει το τραμ. Αλλά μετανιώνει, μη θέλοντας να είναι υπερβολικά ακριβής και να δώσει έτσι στους δικαστές την εντύπωση πως είναι πολύ πειθήνιος. Από την άλλη όμως δεν θέλει να καθυστερήσει υπερβολικά, οπότε τρέχει, τρέχει (στη γερμανική εκδοχή το ρήμα «τρέχω»laufen» εμφανίζεται τρεις φορές στην ίδια παράγραφο). Τρέχει διότι θέλει να προφυλάξει την αξιοπρέπειά του, και φθάνει στο ραντεβού του εγκαίρως, παρά την απροσδιόριστη ώρα της συνάντησης.

Αυτό το μείγμα ελαφρύτητος-βαρύτητας, κωμικού-θλιβερού, λογικού-παράλογου, χαρακτηρίζει όλο το μυθιστόρημα, ως την εκτέλεση του Κ. δημιουργώντας μιαν απαράμιλλη ομορφιά· πολύ θα ήθελα να προσδιορίσω την ομορφιά αυτή, μα ξέρω πως δεν θα τα καταφέρω ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: