22 Ιαν 2008

'ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΣ' Θεοχαρίδου Αντωνία



Η Αντωνία Θεοχαρίδου με το μυθιστόρημά της «Ευτυχώς…που δε με σκότωσες» απευθύνεται σ’ όλους αυτούς που έχουν βιώσει την φρίκη και τον πόνο ενός διαζυγίου , αλλά και σε όλους αυτούς που θεωρούν ότι ένα διαζύγιο είναι υπόθεση ρουτίνας και παίρνουν αποφάσεις με ελαφριά τη καρδιά, αποφάσεις που δυστυχώς, τις περισσότερες φορές έχουν δυσάρεστες επιπτώσεις στη ζωή όλων όσων εμπλέκονται, είτε είναι σύζυγοι, είτε παιδιά, είτε συγγενείς.

Η συγγραφέας, υποστηρίζοντας δυναμικά πώς ο άνθρωπος μπορεί να βγει απ’ αυτήν τη Κόλαση, διοχετεύοντας την ενέργειά του σε θετικούς στόχους, προσφέροντας κάτι από τον τσαλαπατημένο του εαυτό στους συνανθρώπους του που βρίσκονται σε αδιέξοδο, μας προσφέρει μια αισιόδοξη πρόταση ζωής.

Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο.

«Ευτυχώς… που δε με σκότωσες». Θεοχαρίδου Αντωνία , σελ.72

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΛΛΙΑΡΗ

Η ζωή μου σταμάτησε μια στιγμή του Ιούνη, στις είκοσι του μήνα, ημέρα των «προσφύγων», όταν ο Θωμάς άνοιξε την πόρτα και έφυγε, αν και νομίζω ότι η χειρότερη στιγμή ήταν τότε που, γυρνώντας μια μέρα από τη δουλειά μου, βρήκα την ντουλάπα του άδεια. Φωτογραφική η μνήμη μου αποθανάτισε, για πάντα, εκείνη την εικόνα. Δεν ήταν βέβαια μόνο τα ρούχα που έλειπαν, ήταν το ότι αυτός ο άνθρωπος αρνιόταν να δεχτεί πλέον τη φροντίδα μου ,την απέρριπτε και προτιμούσε κάτι άλλο. Πόσο απλό ακούγεται στ’ αλήθεια, και πόσο εύκολο θα ήταν, αν σήμαινε μόνο αυτό! Ήταν, όμως, αλυσιδωτό το χτύπημα, σαν το ντόμινο. Με απέρριπτε αυτός και εγώ με τη σειρά μου έπαιρνα φόρα και «εν ριπή οφθαλμού» απέρριπτα τον εαυτό μου, τον αφάνιζα, γιατί πίστευα ότι ήταν αυτός που καθόριζε την ταυτότητά μου και την αξία μου. Και τότε, έκλεινα τα μάτια σφιχτά, και φανταζόμουν ότι έπαιρνα ένα βαρύ, ασήκωτο, σιδερένιο σφυρί στα χέρια μου και με χτυπούσα στο κεφάλι αλύπητα, και με κάρφωνα όλο και πιο βαθιά μέσα στο χώμα, δίνοντας μια σφυριά για κάθε ρόλο που είχα αναλάβει όλα αυτά τα χρόνια στο βωμό του γάμου. Μια σφυριά για τη «σύντροφο», άλλη μια για την «ερωμένη», τρίτη σφυριά για τη «μαγείρισσα» και πάλι άλλη μια για τη « νοικοκυρά» , και μια πιο δυνατή για την «εργαζόμενη» και μια τελευταία και δυνατότερη για τη « μάνα». Όλα αυτά ήμουν εγώ, που όμως δεν ήταν αρκετά, για να μείνει κοντά μου, για να μ’ αγαπάει και να μ’ εκτιμάει ο άντρας μου, ο πατέρας των παιδιών μου. Και με αντικατέστησε τόσο εύκολα και απλά, λες και ήμουν ένα άχρηστο, άψυχο παιχνίδι.

Από εκεί και πέρα όλα έγιναν αλλιώτικα. Οι μέρες περνούσαν με δυσκολία. Οι απαιτήσεις της ζωής ήταν μεγάλες. Τα παιδιά προσκολλήθηκαν επάνω μου.

« Μην κλαις μπροστά στα παιδιά» μου έλεγε η μάνα μου. «Πληγώνονται που σε βλέπουν έτσι!»

« Πληγώνονται, επειδή εγώ κλαίω, και δεν πληγώνονται, επειδή έφυγε ο πατέρας τους;» της απαντούσα, αγανακτισμένη που δεν είχα το δικαίωμα ούτε να κλάψω.

«Δεν τα βλέπεις πόσο αναστατωμένα είναι ; Δεν το καταλαβαίνεις ότι σε κοιτούν στα μάτια όλη μέρα;» με ρωτούσε επίμονα.

Τώρα, σκέφτομαι μήπως τελικά μου έλεγε να μην κλαίω, γιατί αυτή η ίδια δεν άντεχε να με βλέπει να υποφέρω.

«Τα παιδιά και όλοι όσοι βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις, έχουν ανάγκη να περάσουν μια περίοδο πένθους, που μπορεί να διαρκέσει από έξι μήνες έως ένα χρόνο , ίσως και δυο» μου είπε η παιδοψυχολόγος που συμβουλεύτηκα μέσα στην αγωνία μου για την ψυχική ισορροπία των παιδιών.

« Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να πιστέψουν ότι φταίνε αυτά για το χωρισμό» τόνισε τη δεύτερη φορά που πήγα να τη συμβουλευτώ.

« Πώς να πω σε ένα παιδάκι του δημοτικού ότι ο μπαμπάς του το αγαπάει, αλλά έφυγε, γιατί μαλώναμε καμιά φορά;» τη ρώτησα μια μέρα, περιμένοντας με αγωνία μια λυτρωτική απάντηση.

« Θέλει υπομονή και κουράγιο» μου είπε. « Και οπωσδήποτε, συνεργασία με τον πατέρα . Το θέμα σάς αφορά και τους δυο.»

Τους μιλούσα με ιστορίες και παραμύθια ,όμως , κάθε φορά, στο τέλος, ο Αχιλλέας έλεγε με δυσπιστία, κοιτώντας με, παραπονιάρικα, στα μάτια :

« Ψέματα λες, μαμά ! Και οι γονείς των φίλων μας μαλώνουν!... Και στην τηλεόραση μαλώνουν τα ζευγάρια , ...και μάλιστα πιο πολύ από σας,… αλλά δε χωρίζουν!»

*************

«Ευτυχώς… που δε με σκότωσες». Θεοχαρίδου Αντωνία , σελ.129

Εκείνη την εποχή, συνέβη και το εξής περίεργο. Εκεί που πίστευα ότι όλοι γύρω μου ήταν ευτυχισμένοι, ο κόσμος μου γέμισε από ανθρώπους προβληματισμένους, θλιμμένους, δυστυχισμένους. Και εκεί, που μέχρι τότε , δε μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα χώριζα, ξαφνικά, βρέθηκα με τον τίτλο της χωρισμένης, έναν τίτλο που, μέχρι εκείνη τη στιγμή τον θεωρούσα πολύ υποτιμητικό. Τότε ήταν που διαπίστωσα ότι πολλές φορές οι ίδιες λέξεις δεν έχουν το ίδιο νόημα. Για μένα, πίστευα ότι, αν και χωρισμένη, ήμουν αξιοπρεπής και σε καμιά περίπτωση δε θα έπαιζα το ρόλο του τρίτου προσώπου, τις άλλες, όμως, μόλις άκουγα ότι ήταν χωρισμένες, τις έβλεπα με καχυποψία. Εμένα δε με λυπόμουν, για τις άλλες, όμως, αισθανόμουν οίκτο. Ακόμη, πίστευα τότε ότι ο τίτλος της χωρισμένης, που μου τον φόρτωσαν χωρίς να με ρωτήσουν, καρφώνοντας μου μάλιστα στο κεφάλι και ένα «ακάνθινο στεφάνι» για έπαθλο, στην ουσία, δε με είχε αλλάξει καθόλου. Τώρα, βέβαια, αναλογίζομαι πόσο πολύ είχε αλλάξει την εξωτερική μου εμφάνιση, με τους μαύρους κύκλους ζωγραφισμένους γύρω από τα θλιμμένα μάτια μου. Τότε, εκείνη τη μαύρη εποχή, με άλλο μάτι έβλεπα τον εαυτό μου, και με άλλο τις ομότιτλές μου. Οι προκαταλήψεις που κουβαλούσα μέσα μου, έρχονταν σε αντίθεση με την πραγματικότητα και με τρόμαζαν. Ορκιζόμουν ότι, για τίποτε στον κόσμο, δε θα ξεπουλούσα τις αρχές μου. Έψαχνα να κρατηθώ από κάπου και άπλωνα το χέρι μου απελπισμένα προς όλες τις κατευθύνσεις, αναζητώντας μια σανίδα σωτηρίας. Κάποια στιγμή, άγγιξα με τα ακροδάχτυλά μου κάποια άλλα χέρια που ζητούσαν κι αυτά βοήθεια και τότε ένιωσα ότι είχα βρει επιτέλους αυτό που έψαχνα, αυτό που θα με έβγαζε από τη θλίψη. Ήταν τη στιγμή που, όλως τυχαία, έμαθα, από την τηλεόραση, για την ίδρυση ενός Συλλόγου στην πόλη μας, ο οποίος έκανε έκκληση σ’ όλους όσους είχαν τη διάθεση να βοηθήσουν εθελοντικά στον αγώνα που έκανε, για τη στήριξη των ψυχικά ασθενών και των οικογενειών τους. Έτσι έγινα εθελόντρια και απέκτησα τον πολυτιμότερο τίτλο της ζωής μου, πετώντας στα σκουπίδια την μελαγχολία, τη θλίψη , αλλά και τον τίτλο της χωρισμένης. Πολύ σύντομα, η ζωή μου απέκτησε καινούργιο ενδιαφέρον και έπαψα να είμαι η «κολλημένη μαμά». Τα παιδιά μου είχαν αρχίσει να δοκιμάζουν τα φτερά τους, και εγώ, κατάλαβα ότι, αν ήθελα να μείνω κοντά τους, έπρεπε να κρατάω τις αποστάσεις!

**********

«Ευτυχώς… που δε με σκότωσες». Θεοχαρίδου Αντωνία , σελ.152

Την πραγματική κόλαση τη γνώρισα αργότερα, γύρω στα τριανταπέντε, και είχε χρώμα, γεύση, άρωμα, αρχή. Μόνο τέλος δεν είχε! Ήταν τότε που βρέθηκα μέσα της, γιατί μ’ έσπρωξαν να μπω ή ,καλύτερα, με πέταξαν. Και τότε, πίστεψα, μέσα στον πανικό μου ότι δεν υπήρχε έξοδος, γιατί το μόνο που έβλεπα, από τη γωνία όπου είχα κουρνιάσει, τρομαγμένη ήταν κάτι αποκρουστικά όντα που προσπαθούσαν να με διαλύσουν, που άπλωναν τα χέρια τους για να με πονέσουν, που μου πετούσαν λάσπες και πέτρες, για να με αφανίσουν, που φώναζαν δυνατά, για να με τρομάξουν. Και δυστυχώς, τον πρώτο καιρό της παραμονής μου στα παγωμένα σκοτάδια της κόλασης το κατάφεραν, καθώς, τότε, πίστευα ότι θα έμενα για πάντα εκεί κάτω.

Μόνο μια φωνή, πολύ βαθιά μέσα μου, μου επαναλάμβανε ακούραστα ότι αυτό το μαρτύριο δε θα κρατούσε για πάντα, ότι θα τέλειωνε κάποια στιγμή, ότι θα ήταν προσωρινό. Εγώ όμως το φοβόμουν πολύ αυτό το προσωρινό και επαγρυπνούσα, γιατί δεν ήθελα να την πάθω σαν τις «μωρές παρθένες» του Ευαγγελίου. Ένα παγωμένο βράδυ , εκ πρώτης όψεως, σαν όλα τ’ άλλα, που τα στοιχειά της κόλασης κοιμούνταν, τρύπωσε από μια χαραμάδα του μυαλού μου μια κόκκινη αχτίδα φωτός, ένας ελάχιστος κόκκος ελπίδας. Και αυτόν, τον ανεπαίσθητο κόκκο ελπίδας τον άρπαξα με τα δυο μου χέρια και έδωσα μια, και πήδηξα στο κενό, ελπίζοντας ότι κάπου θα σκάλωνα πέφτοντας, ότι θα σταματούσα κάπου και θα λυτρωνόμουν επιτέλους. Έτσι βγήκα από την βασανιστική απομόνωσή μου και ρίχτηκα σ’ έναν ατέλειωτο, καθημερινό αγώνα επιβίωσης.

Πόσα πράγματα έκανα τότε, για να γεμίσει το κενό που είχε δημιουργηθεί από την απουσία του Θωμά! Ποτέ δεν το είχα φανταστεί ότι η αποχώρηση ενός ανθρώπου αφήνει τόσο πολύ άδειο χώρο ! Από τη μια, το κενό στην ψυχή! Εκεί που μέχρι τώρα είχα έναν σύζυγο, τώρα δεν υπήρχε κανείς, μόνο το απόλυτο κενό, όπου ό,τι πέσει δημιουργεί αντίλαλο. Αν, βέβαια, υπήρχε ήδη ένας αντικαταστάτης του πρώην, τότε τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά, γιατί τότε δε θα υπήρχε κενό. Εγώ, όμως, νόμιζα πως είχα μέσα μου μια μεγάλη μαύρη τρύπα, μια από τις μαύρες τρύπες του διαστήματος, που δεν έχουν αρχή και τέλος , που μοιάζουν με απύθμενα πηγάδια που οδηγούν στο χάος ή σε μια άλλη ζωή. Αυτή η μαύρη τρύπα, όπως λένε κάποιοι από την πείρα τους, κλείνει μόνο μ’ ένα θαύμα ή με την πάροδο του χρόνου. Εγώ βιαζόμουν να την κλείσω, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γιατί ένιωθα ότι κάθε λεπτό της ζωής μου ήταν ανεπανάληπτο. Μ’ έπιασε, λοιπόν, μια μανία να πετάω μέσα στο κενό της ψυχής μου και της ζωής μου ό,τι εύρισκα μπροστά μου, μικροπράγματα, πετραδάκια, ξυλαράκια, άχυρα, σκουπίδια, στην προσπάθειά μου να δημιουργήσω και πάλι μια βάση σταθερή, για να μπορέσω, στη συνέχεια, να ξαναχτίσω ένα καινούριο κόσμο. Όμως, σαν τα τρία γουρουνάκια κι εγώ, μάταια προσπαθούσα με τ’ άχυρα και τα ψευτοπράγματα. Τη μια κάποια κλήση από τον κλητήρα, την άλλη μια καθυστέρηση στη διατροφή των παιδιών, την άλλη ένας καβγάς χωρίς αιτία και ουσία και πάει το αχυρόσπιτο, γινόταν φύλλο και φτερό στους πέντε ανέμους. Κάποια μέρα, κατάλαβα ότι ζωή καλή με ψευτοπράγματα δε χτίζεται, χρειάζονται τούβλα καλής ποιότητας, να μπουν ένα-ένα με τη σειρά , με τάξη και υπομονή, για να αντέχουν. Και βάλθηκα να ξαναφτιάξω, προσεχτικά και επιφυλακτικά, τη νέα μου ζωή. Τα ΄βαλα τα πράγματα κάτω και είπα:

«Τι έχω λιγότερο και τι περισσότερο από πριν; Λιγότερη μαγειρική, λιγότερο πλύσιμο, λιγότερο σιδέρωμα, λιγότερα ψώνια, λιγότερη συζήτηση, λιγότερα λεφτά, λιγότερη ξεκούραση, λιγότερα όνειρα, καθόλου σεξ. Περισσότερο χρόνο, να τον διαχειριστώ όπως μου αρέσει, περισσότερη ελευθερία, περισσότερη ανεξαρτησία, περισσότερη ηρεμία.»

Η διαπίστωση ήταν οδυνηρή. Τα «λιγότερα» ήταν τα περισσότερα, και αφορούσαν στο σώμα. Ενώ τα «περισσότερα» ήταν τα λιγότερα και αφορούσαν στην ψυχή και στο πνεύμα, άρα δεν μπορούσα να κάνω προσθαφαιρέσεις σε ποσά ανόμοια και να έχω ένα τελικό αποτέλεσμα. Και υπήρχε και κάτι άλλο, ακόμη πιο σοβαρό. Ήταν η τεράστια ευθύνη της ανατροφής των δυο παιδιών μας που έπεφτε όλη επάνω μου και αυτό, ούτε το είχα επιλέξει ούτε το είχα επιδιώξει, ούτε όμως ήθελα να το αποποιηθώ. Γιατί, εγώ, γι’ αυτά τα παιδιά, είχα κάνει πολλά όνειρα, ήθελα να γίνουν άνθρωποι ξεχωριστοί, να δώσουν αξία στη ζωή τους, να τη ζήσουν, αφήνοντας πίσω τους μια λεπτή, χρυσή γραμμή, όπως τα σοφά σαλιγκαράκια.

Τον πρώτο μαύρο καιρό, την περίοδο της απόγνωσης, οι ατέλειωτες ώρες τηλεφωνικής επικοινωνίας με τις φίλες μου λειτούργησαν ψυχοθεραπευτικά. Όταν βγήκα απ’ αυτό το απαραίτητο στάδιο της ανάρρωσης, αποφάσισα ότι υπήρχαν δυο εναλλακτικές δυνατότητες. Ατέλειωτες, νεκρές ώρες μπροστά στην τηλεόραση και ανούσιες συζητήσεις δεξιά κι αριστερά ή νέες δραστηριότητες. Επέλεξα το δεύτερο, γιατί είχα τα παιδιά και μ’ ενδιέφερε πολύ το τι μηνύματα θα τους περνούσα με την στάση μου. Έφτασα δε σε σημείο ο χρόνος μου να είναι τόσο γεμάτος, ώστε μερικές φορές ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω κάτι για να τον ελαφρύνω. Κι αυτό, ήταν η απόδειξη ότι το κενό είχε πάψει πια να υπάρχει, ότι η μαύρη τρύπα είχε κλείσει και ότι μια νέα ζωή, αλλιώτικη, αλλά το ίδιο γοητευτική και προκλητική, μου έκλεινε το μάτι.

********

«Ευτυχώς… που δε με σκότωσες». Θεοχαρίδου Αντωνία , σελ.197

Άνοιξα, τυχαία, σε μια λευκή σελίδα και έγραψα:

«Ο δρόμος της ζωής είναι μοναχικός. Μόνος περπατάς προς το τέλος, προς την τελείωση, προς την κορυφή. Απόλυτη μοναξιά. Άραγε το πάγωμα του μυαλού και του σώματος είναι αμυντικός μηχανισμός ή μήπως αυτή είναι η αλήθεια της ύπαρξης; Μήπως είναι ο φόβος που οδηγεί το μυαλό σε λάθος μονοπάτια, σ’ απατηλά ξέφωτα; Είναι τελικά ο χρόνος ποτάμι που όλα τα αλλάζει, τα διαβρώνει, τα παρασύρει; Δεν ξέρω. Ίσως! Είμαι περίεργη να ζήσω το μέλλον, ν’ αφεθώ στην αβασάνιστη ροή του χρόνου , να ζήσω τις εξελίξεις στην ψυχή και το πνεύμα. Στα σαράντα μου, το μεγάλο γκρέμισμα, η καταστροφή, ο καταποντισμός. Δεν έμεινε τίποτε. Ούτε καν ερείπια. Μόνο χορτάρι, κιτρινοπράσινο, κοντό χορτάρι και ένας ήλιος πλάγιος, χλιαρός που φωτίζει, χωρίς να καίει. Σίγουρα κάπου υπάρχει φως! Μέσα στη σκόνη των ερειπίων είναι δύσκολο να πεις ποιος είσαι και τι θέλεις! Δύσκολο, αφάνταστα δύσκολο, όταν για χρόνια ολόκληρα δεν είχε χρειαστεί να δώσεις απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα. Και ο « εις σάρκαν μια», ο επικίνδυνος αγαπημένος και οι άλλοι, οι γνωστοί άγνωστοι, οι απόμακροι κολλητοί, τι δικαίωμα είχαν στ’ αλήθεια να μου ξεσκίσουν την ψυχή, να μου κουρελιάσουν την ύπαρξη, να μου εξουθενώσουν το μυαλό; Έχασα τα πάντα, γιατί έχασα αυτό που θεωρούσα ότι ήταν το « παν» στη ζωή μου. Τα έχασα ή μου τα έκλεψαν; Το ίδιο είναι, τελικά! Όμως, μου έμειναν αυτά που δε χάνονται, αυτά που δε κλέβονται, γιατί είναι από τη φύση τους ελεύθερα! Η αγάπη των παιδιών μου και τα όνειρά μου, μικρά, αργοκίνητα, αλλά ελεύθερα και τολμηρά σαν τα πουλιά που κάνουν μακροβούτια στον απέραντο ουρανό.


Δεν υπάρχουν σχόλια: